United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο ύστερο μου λέει: «Σαν τόνε θες, εσύ παπά, χριστιανό, χάρισμά σου. Ας μείνη στην πίστη σας. Και καλά 'καμες κήρθες γλίγωρα, γιατί, α μαθητευότανε πως ετούρκεψε, δε θα μπόριε μπλειο να ξετουρκέψη. Τόσο βάρος έφυγε από το στήθος του Σιφογιάννη και τόση χάρη γνώριζε για το γλυτωμό του, που ευχήθηκε για τον τύρανο: — Ο Θεός να του δώση τσοι χρόνους που μούκοψε!

Είνε καλλίτερος, θυγατέρα μου, μα να πας ότι νάρθη ο καιρός σου. Μα μη μου λες τέτοια λόγια, γιατί με θανατόνεις. — Κουζουλάδες, κουζουλάδες, μάνα μου, είπε η άρρωστη και προσπάθησε να γελάση. Μην ακούς. Ό,τι 'πε τόνειρο θα γενή. — Κάθα πως θα ξηγήση τόνειρο ο Ταχτικός έτσα βγαίνει. — Μα δε σούπα πως άρχιξα και καλλιτερεύγω; Και θαρρώ πως γλίγωρα θα μπορέσω να πάω κίσα στα Λιβάδια.

Έπειτα είπε με ειλικρίνεια: — Μεγάλο βάρος έχω στη ψυχή μου, μα ο Θεός θα με συχωρέση, γιατ' είμαι μάνα. Τα πρώτα γράμματα έμαθα από πολλούς δασκάλους. Ο πρώτος ήτον ένας φραγκοφορεμένος με τόνομα Ηρακλής. Έξω από τόνομά του δε θυμούμαι γι' αυτόν πολλά πράμματα. Η αλήθεια είνε ότι και πολύ γλίγωρα τον χάσαμε. Ένα πρωί μάθαμε πως έκλεψε τη Μαγδαληνή κέφυγε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς θά ’τονε να τον ιδώ τον δούλο τούτον; ΙΟΚΑΣΤΗ Εδώ είναι. Μα γιατί ποθείς αυτό το πράγμα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι: περισσότερα μίλησ’ από όσο έπρεπε. Ιδού το αίτιον της επιθυμίας. ΙΟΚΑΣΤΗ Γλίγωρα θα ’λθη. Αλλ’ άξιζα κ’ εγώ να μάθω, τι σου βαρύνει την καρδιά σου, βασιλιά μου.

Δεν μπορώ να δουλεύγω σα δε σε θωρώ, είπεν ο Μανώλης. Ο νους μου δεν είναι στην κεφαλή μου. — Κιαμέ πού; είπεν η Πηγή με προκλητικήν φιλαρέσκειαν. — Κοντά σου, απήντησε με στεναγμόν ο Μανώλης. — Αι, για τούτο να βάλης όλα σου τα δυνατά να τελειώση γλίγωρα το σπίτι ... να τελειώσω κ' εγώ τα προυκιά μου. — Μα δε μπορώ, σου λένε, δε μπορώ, θεόψυχά μου. Δε με πιστεύγεις;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποια λόγια; πε μου γλίγωρα, θέλω να μάθω. ΧΟΡΟΣ Λένε πως τον σκότωσε κάποιος διαβάτης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έτσι ακουστά το ’χω κ’ εγώ. Μα ποιος τον είδε; ΧΟΡΟΣ Ακόμη και αν αφόβητη τύχ’ η ψυχή του, όμως θαρρώ η κατάρα σου θα τον μακρύνη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όποιος χωρίς να ταραχθή κάμνει το κρίμα, εκείνον δεν τρομάζουνε τα μάταια λόγια.

Ο Μόχογλους άγγιξε τη μπιστόλα και τούπε: — Δε θες; Καλλίτερος είσαι συ, γκιαούρη, από 'μένα πούμαι Τούρκος; — Όι, αγά. — Αι, να πης και γλίγωρα τση μπιστόλας, γιατί ανημένει. Και την ίδια στιγμή τράβηξε τη μπιστόλα. — Ό,τι θες, αγά. Ό,τι ορίζεις. Δικός σου είμαι. Χωρίς να βάλη στη μέση τον τη μπιστόλα, ο Μόχογλους τούπε: — Έβγα σαυτονέ τον τράφο, μωρέ!

Ήτανε έργο ενός Ρώσσου μουσικού, που πέθανε τελειόνοντάς το. «Σα σπάση τα Δεσμά του»... Έτσι ήτανε ο τίτλος του. ΜΙΣΤΡΑΣΜπράβο. Τώρα φέρνω με το νου μου όλη την ιστορία. Αυτός ο μουσικός είχεν έναν άτυχον έρωτα, που τον έφερε γλίγωρα στον τάφο. Έτσι δεν είναι; ΦΛΕΡΗΣΣωστά. Δεν άφισε άλλα έργα. ΜΙΣΤΡΑΣΌμως έβαλε μέσα σ' αυτό όλη του τη ψυχή.

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Ω σεις της χώρας τούτης πολυτιμημένοι, τι έργα θεν’ ακούσετε και τι θα ιδήτε, τι θλίψι θενά πάρετε, αν τω όντι δίκαια σας νοιάζει για το σπίτι του Λαβδάκου. Γιατί δεν θα το πλύνουνε απ’ τα κρίματά του το σπίτι τούτο τα πλατύτερα ποτάμια, τα κρίματα που κρύβονται, μα που θενά ’βγουν γλίγωρα, πολύ γλίγωρα στου ήλιου το φέγγος.

Θωρείς εδά πως γλίγωρα θα δυναμώσης και θα βρης την υγειά σου και τα κάλλη σου, σαν και πρώτα; Η άρρωστη άκουε μένα αδύνατο καινιγματικό χαμόγελο, που η μάνα της το πήρε για χαρά. — Ναι, μάνα μου, είπε, έτσα θα γενή. Αλλά θαρρώ πως καλλίτερο θάτονε να γενή κειονέ που φάνηκε στόνειρο. — Πώς; — Να πετάξω και να μη γυρίσω. Είντα να κάνω σαυτό τον κόσμο; Δε λένε πως είνε καλλίτερος ο άλλος;