United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδά, που δε θάχουνε πολλές δουλειές, θα περάσης καλλίτερ' απού την άλλη βολά. Κοντεύγει κιο δεκαπεντάγουστος και θα πας στη χάρη τση να παρακαλέσης.. Επειδή όσο θάμενα στο χωριό, θάτον φόβος νάρθω σε συνάφεια με την άρρωστη, η μητέρα μου σκέφθηκε, για μεγαλείτερη ασφάλεια και για νάχη το κεφάλι της ήσυχο, να με στείλη στη Μεσαρά.

Θυμούμαι 'γώ εδά και τόσους χρόνους είντα 'κανε ο πάσα είς; είπε με δυσφορίαν ανθρώπου αναγκαζομένου να ψευσθή. — Εγώ 'νόμιζα, σιορ Γιωργάκη, είπεν ο Σμυρνιός, στραφείς από την θύραν όπου έπλυνε τους ναργιλέδες του, πως στα 21 ήσουνε μικρός. — Εγεννήθηκα το μεγάλο σκοτίδι· λογάριασε· 1797 ως τα 1821 πόσα έχομε; — Εικοσιτέσσερα. Ώστε ήσουν εικοσιτεσσάρω χρονώ; — Σωστά.

Κ' εδά μπλειο, με τη βαροκάρδισι απού τούχω, αν κάνω πως του μιλώ και μ' αντιλοήση, θα τόνε σκοτώσω και δε θέλω να κάμω τέτοιο μεγάλο κρίμα. Μόνο να κάμετε τουλόγου σας, χωριανοί, ό,τι θέλετε. Πιάστε τονε οι φρονιμότεροι και μιλήσετέ του, φοβερίσετέ τονε και με το Μουντίρη· και σα δεν ακούση, δε με γνοιάζει και να τόνε σκοτώσετε.

Μόνο να πας να το πης του Θωμά, να μη πάω 'γώ και του σπάσω όλα του τα κοφινοκάλαθα στη φεσάρα 'πάνω. — Μα δεν μπορεί ετσά στα καλά καθούμενα να γύρισε η κεφαλή σου. Θάχης μια αφορμή. Πόσες μέρες είνε απού μας έτρωες ταυτιά μας να σε παντρέψωμε, γιατί θα κουζουλαθής, γιατί θα πάρης τα βουνά;... — Αι, μα εδά δε θέλω. — Μα γιάειντα δε θες;

Μα εδά, σαν και μούδωκες αφορμή, σου το λέω μια για πάντα· να μην ξαναβγή απού το στόμα σου τόνομα τσ' αδερφής μου και να μην ξαναπατήσης σπίτι μας. — Έλα δα, μα δε θα τη φάω την αδερφή σου! είπεν ο Μανώλης με κίνημα αγανακτήσεως. — Εκείνο που σου λέω 'γώ! είπεν ο Στρατής τρέμων εξ οργής. Σα σου τη δώση ο κύρης μου να την πάρης και να την λουστής.

Περαιτέρω εξέτεινον επί της οδού τους κλώνους των ελαιόδενδρα γιγάντια με κορμούς χονδρούς, κουφωμένους υπό του γήρατος. — Τούτεσές είνε φράγκικες ελιές. Είνε φυτεμένες απού τον καιρό πούχαν οι Βενετσάνοι την Κρήτη, εδά και διακόσους χρόνους. — Ειντά 'σαν οι Βενετσάνοι; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Φράγκοι.

Αφού δε του είπεν ο Σμυρνιός ότι του χαρίζει την Ζερβοδοπούλαν, επίστευσεν ότι την εχάριζε πραγματικώς. Όσον διά την εντροπήν του αυτήν την εκάλυψε το σκότος της νυκτός. Το σπουδαίον ήτο ότι τώρα το Μαρούλι ήτο δικό του. Με την πεποίθησιν δε αυτήν εμονολόγει: — Κ' εδά πού θα μου πας; πού θα μου πας, Μαρούλι;

Όταν μαφήκε να γυρίση στο χωριό, μούπε: — Και δε θα μου κάμης εδά, Γιωργιό, κιαμιά παραγγελιά για το χωριό; Δε θα πω χαιρετίσματα σε κιανένα; — Σόλους να πης, τούπα ανόρεξα. — Και σε κιαμιά ψυχή ξεχωριστά; ξαναρώτησε με πονηρό χαμόγελο. Κύμα θυμού ανέβηκε στο λαιμό μου. Μου φάνηκε πως αυτός ο χωριάτης έβαλε τα χοντρά και λερωμένα χέρια του στην καρδιά μου και βεβήλωσε τάγια των αγίων.

Η χήρα έκαμε μορφασμόν αποστροφής: — Μα είντα τση ρέγεσαι; Δε μου λες; — Αυτή 'νε καλή. Μούδε ταδελφού τση, μούδε του κυρού τση μοιάζει. — Κατές είντα λέει ένας παλιός λόγος; Από τούτο το κηπούλι είν' και τούτο το μαρούλι. Καλή φαίνετ' εδά, μα σαν τήνε κουκλωθής θα δης πως είνε θυγατέρα του Θωμά κιαδερφή του Στρατή του φαρμακίτη.

Και ανομολογήσασα το δίκαιον του Μανώληκαι πότε δεν είχεν αυτός δίκιο, — ενίσχυσε τας υποψίας και την άδικον και παράλογον αγανάκτησίν του κατά της Πηγής. — Και να μου το δώσης θες εδά το Μαρούλι, είπεν ο Μανώλης, να κάμωμε και τσοι Θωμαδιανούς να σκάσουνε; — Μια που τα χαλάσετε μ' αυτούς τσοι βιλάνους, το πράμμα είνε εύκολο.