Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Έπειτα τον κύτταξε από τα πόδια ως το κεφάλι με περιέργεια. Δεν τον είχε ιδή πολλές φορές από κοντά. Μα κι όσες τον είδε ποτέ δεν τον πρόσεξε. Την περιφρόνηση που έτρεφαν σ' αυτόν οι πρόγονοί του, την έτρεφε κ' εκείνος από παράδοση. Τώρα όμως έβλεπε πως είχε άδικο. Ο Πέτρος δε φαινότανε και τόσο αξιοκαταφρόνητος. Ήταν ένας χωριάτης άξιος και δυνατός.

Ιακώβου λ. χ. όλη η αξία του παραπόνου του Ορλάνδου ότι ανατράφηκε σαν χωριάτης κι όχι σαν τζέντλεμαν καταστράφηκε από την πολυτέλεια της στολής του κ' οι λαμπρές φορεσιές του εξόριστου Δουκός και των φίλων του δεν είχαν καθόλου τον τόπο τους. Η ερμηνεία του κ. Lewis Wingfield, ότι οι πομπώδεις νόμοι της εποχής το απαιτούσαν αυτό, φοβούμαι ότι δεν είναι επαρκής.

Όταν μαφήκε να γυρίση στο χωριό, μούπε: — Και δε θα μου κάμης εδά, Γιωργιό, κιαμιά παραγγελιά για το χωριό; Δε θα πω χαιρετίσματα σε κιανένα; — Σόλους να πης, τούπα ανόρεξα. — Και σε κιαμιά ψυχή ξεχωριστά; ξαναρώτησε με πονηρό χαμόγελο. Κύμα θυμού ανέβηκε στο λαιμό μου. Μου φάνηκε πως αυτός ο χωριάτης έβαλε τα χοντρά και λερωμένα χέρια του στην καρδιά μου και βεβήλωσε τάγια των αγίων.

Και τάλεγε όλ' αυτά ήσυχος και γαληνημένος, με τη ξεχωριστή ευλογημένη εκείνη χωριάτικη υπομονή στα βάσανα και στις κακοτυχιές της βαρειάς κι ανυπόφορτης ζωής. Καταστραμμένος, τόρα στα γεράματά του, φωτίζουνταν όμως ακόμα από της ελπίδας την αχτίδα, ο φτωχός χωριάτης. Να καλλιτέρευε αυτή η πικραμένη ζωή, αυτή η παλιοζωή!

Του χωριάτη ο γιος πρέπει να μείνει χωριάτης, του παπουτσή παπουτσής, του φούρναρη φούρναρης. Και πάλι του εμπόρου ο γιός έμπορος, και του τραπεζίτη τραπεζίτης. Και μόνο έτσι καλλιτερεύει η εργασία του καθενός. Ο γιός μαθαίνει από τον πατέρα του, καλλίτερα παρά από κάθε άλλον, την τέχνη που έχει να κάνει όλη του τη ζωή.

Κι' ήτον ο κόσμος απλούς, χωριάτης, έτρωγ' επάνω 'στην αμμουδιά, δεν ήτο διόλου αριστοκράτης, αλλ' απαντούσες και μια καρδιά. Άρες μάρες πια, Μούσα, μην ψάλλης, καιρός είναι τα μέτρα ν' αφήσης, έλα γνώσι ολίγη να βάλλης, και με κόσμο και ύλη να ζήσης. Κύττα, Μούσα, τριγύρω παλάτια, μα και πόσα ακόμη θα γίνουν! όλοι άνοιξαν τώρα τα μάτια, και οικόπεδα πέρνουν και δίνουν.

Μα δεν εστάθη τρόπος που να κλείσω μάτι, στοχαζόμενος ακαταπαύστως εκείνο που εδιηγήθη ο χωριάτης διά την βασιλοπούλαν· επειδή και αυτή η βασιλοπούλα της Γάζνας, έλεγα με τον εαυτόν μου, μέλλει να έχη τέτοιον ριζικόν, είνε μία αστοχασία του Βαχμάν πατρός της να την φυλάγη τοιούτης λογής, διατί εκείνα που είνε γραμμένα εις τον ουρανόν, είνε αδύνατον τινάς να τα αποφύγη.

Τη δουλειά του ; τον έκοψε ο Πέτρος τάχα φουρκισμένος. Τη δουλειά του κυττάει; Τι λες αφέντη! Δε ρίχνεις μια ματιά στο χτήμα του να ιδής; — Το ξέρω· κάνει ανασκαφές. — Ανασκαφές! κάνει ανασκαφές! Και το λες τόσο ήσυχα! Δε ρωτάς λοιπόν να μάθης γιατί τις κάνει τις ανασκαφές ; — Να ξεθάψη τα χτίρια των παππούδων του· τι μ' αυτό; — Και να θαμπώση τον κόσμο· επρόσθεσε βιαστικά ο χωριάτης.

Το Βαγγελιό του διπλοπαράγγειλε, γιατί γνώριζε τη ψυχή μου και καταλάβαινε ότι θα γινόμουνα δυστυχής όταν θα μάθαινα πως η μητέρα μου ήτον άδικη και κακή. Ο χωριάτης όμως από μοχθηρία, ασυνείδητη ίσως, μου 'πε τα όσα γίνηκαν. Και με τέτοια μορφή κακίας μου παρουσίασαν την μητέρα μου, που γύρισα πέρα το πρόσωπο.

Μα σαν επίμενε εκείνος κι ορκιζότανε σ' όλους τους θεούς και παραδινότανε να τον τυραγνούν ανίσως και βγη ψεύτης, άμα εκάθισε κ' η Κλεαρίστη εξέταζαν τα όσα ειπώθηκαν. — Και γιατί θάλεγε ψέματα ο Λάμωνας, αφού μπορούσε να πάρη δυο γιδάρηδες αντί για ένα; και πώς μπορούσε να τα φτιάση αυτά ένας χωριάτης; Και δεν ήταν απίστευτο από τέτοιο γέρο κι από μητέρα πρόστυχη να γεννηθή γιος όμορφος;

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν