Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουλίου 2025


ΜΗΤ. Ας είνε• εκείνος ήταν χωριάτης και βρωμερός. Αλλά τον Αντιφώντα του Μενεκράτους, ο οποίος σου επρόσφερε μίαν μναν διατί δεν τον εδέχθης; Δεν ήτο ωραίος και κομψός και της ίδιας ηλικίας με το Χαιρέα; ΜΟΥΣ. Ναι, αλλ' ο Χαιρέας εφοβέρισε ότι θα μας έσφαζε και τους δύο αν με συνελάμβανε με τον Αντιφώντα. ΜΗΤ. Όλοι οι άνδρες έτσι φοβερίζουν.

Ο κάπελας, ένας μικρόσωμος χωριάτης που έμοιαζε με Εβραίο της Βίβλου, με τη μαρσίνα του ξεκούμπωτη πάνω από τις βράκες, έφερε κρασί μέσα σ’ ένα μπουΚαλί ανατολίτικο και ακούμπησε ένα μαύρο σιδερένιο λυχνάρι στο μέσο του τραπεζιού.

Εναντιώνεται ο χωριάτης, ζητάει να περάση, πιάνουνται στα λόγια, θυμώνει ο Μωραΐτης, του καταφέρνει μια του χωριάτη, και τον αφίνει στον τόπο. Εκείνη την ώρα έβγαιναν και τα παλικάρια της Άθήνας αρματωμένα, να πολεμήσουνε με τους εχτρούς και να γλυτώσουν από τη σκλαβιά την πατρίδα τους.

Και ποια η ανάγκη να παν σε ανώτερα σκολειά όλα τα Ελληνόπουλα, ο ζευγολάτης, ο εργάτης, ο ναυτικός, ο χωριάτης; Η γλώσσα δεν τους άφησε να το στοχαστούν. Ένας πολύ σπουδαίος λόγος για να παν σε ανώτερα σκολειά όλοι οι Έλληνες, είναι για να μπορέσουν να ξεμάθουν τη γλώσσα τους ολότελα και να απομάθουν την αττική διάλεχτο!

Ένας χωριάτης κοντακιανός, χλωμός και κατακίτρινος κι αυτός, σέρνοντας τα τρύπια τσαρούχια του, χωρίς σκάλτσες, με τα φαρδειά λερά και μισοφαγωμένα βρακιά του, χυτά κάτω απ' τη λερή φουστανέλλα του, με την καταξεσχισμένη μικρή μαύρη σκούφια του απάνω στ' άφθονα μαλλιά του, που κυμάτιζαν άγρια, και δένουνταν σ' άγριο ασπρόμαυρο κύμα με τα ψαρά γένεια του και τα μουστάκια του, σύρθηκε κι αυτός στο πλάι της γυναίκας του, αμίλητος, φοβισμένος, στενοχωρημένος που βρίσκουνταν σε τόσο κόσμο.

Ένα με τ' άλλο τσακίζονταν τα κλωνιά του· ένα με τ' άλλο έπεφταν μαραμμένα τα φύλλα του κι ο ίδιος ο κορμός του κόντευε να ξερριζωθή. Σήκωσε τα χέρια ψηλά για να τον κρατήση. Μα την ίδια στιγμή πρόβαλε από κάπου ένας χοντροκαμωμένος χωριάτης, με φοβερό πριόνι στο χέρι του. Τον χαιρέτησε χαμογελώντας κι άρχισε να πριονίζη έρριζα το δέντρο. Πριόνιζε δυνατά, γοργά κι ακούραστα.

Χωριάτης βλέπεις εγώ, παλιογεωργός· εκείνοι ναυτικοί, αγριοδέλφινοι. Τι έχει να κάμη μία λεύκα με το λάπατο; πώς θα σκύψη από τον τόσον ψήλο να ιδή τα πόδια της; Ούτε μ' ελογάριαζαν στη συντροφιά τους. Τα ναυτόπουλα μ' εκύταζαν με τόση έκπληξι σαν να έλεγαν: — Μωρέ πού βρέθηκε αυτό το ξωτικό!

Φουστανελλάς ως εκεί απάνω, καμμιά πενηνταριά χρόνων κ' ακόμα, ξεραγκιανός και μαυροδέματος, ο Δημήτρης Πουρναράς, χωριάτης απ' αυτούς που βρίσκεις με το σωρό στα χωριά. Αγάλι' αγάλια η κουβέντα μας ζωντάνεψε, και με την παιδιάστικη εκείνη αφέλεια των χωρικών, μου διηγήθηκε σε λίγα λόγια τη ζωή του και τα βάσανά του. Η φαμελιά του είταν από τις πρώτες στο δήμο του.

Αυτή η χώρα, αγαπημένε μου νέε, μου απεκρίθη ο χωριάτης, ονομάζεται Γάζνα· ο δίκαιος και άξιος βασιλεύς Βαχμάν κρατεί εκεί τον θρόνον του.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν