United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και με το βάσανο να βρης τη λέξη, ο Θεός να σε βοηθήση να βρης και το τι θα πης. Α θελήσης να γράψης τίποτις που το συλλογίστηκες απατός σου, κι όχι κάποιος αρχαίος ή φράγκος, — ένα παραμυθάκι ας πούμε, — δε βρίσκεις λέξες για το μισό, γράφεις λοιπόν τάλλο το μισό. Και κείνος πάλι που σε διαβάζει, αν τύχη κ' είναι αρχάριος, δεν καλοχωνεύει τα μισά που διαβάζει, κ' έτσι του μένει το τέταρτο.

ΞΟΥΘΟΣ. Γιατί λοιπόν μου φεύγεις, αφού βρίσκεις εκείνο που αγαπάς και συ; ΙΩΝ Εγώ δεν αγαπάω τους ξένους τους μανιακούς και τους ξεμυαλισμένους. ΞΟΥΘΟΣ Και σκότωσε και κάψε με• μα ξέρε: αν με σκοτώσης, θα γίνης του πατέρα σου φονηάς. ΙΩΝ Εσύ πατέρας δικός μου! είνε να γελώ μ' αυτά που ακούν ταυτιά μου. ΞΟΥΘΟΣ Όχι• μ' αυτά που θα σου είπω, καλά θα καταλάβης. ΙΩΝ Τι θα μου ειπής;

ΑΡΓΓΑΝ Πώς! δε βρίσκεις αληθινό ένα πράγμα που τώχει αναγνωρίσει όλος ο κόσμος και όλοι οι αιώνες το έχουν σεβασθή; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Όχι μόνο πολύ απέχω από του να την νομίζω αληθινή, μα μου φαίνεται ακόμα και πως είνε η μεγαλύτερη παραφροσύνη που έγινε στον κόσμο.

Κι’ αυτή του απολογήθηκε, τεντόνοντας το χέρι: — Μέσα σ’ εκείνη τη σπηλιά με βρίσκεις κάθε μέρα...

Εδώ που περνούμε τώρα, μαρτύρησε το πιο πιστό του παιδί, ο Άης Γρηγόρης. Σκύψε και φίλησέ το αυτό το χώμα. Πάρε μαζί σου για φυλαχτήρι, και ρίχτε απόνα σπυρί όπου βρίσκεις δυο τρεις και κρυφομιλούνε. Μην παραξενεύεσαι που δε βλέπεις καλιμάφκια και ράσα τριγύρω. Όλοι τους είναι στην εκκλησιά, μαζί με τους δώδεκ' αποστόλους του Πατριάρχη.

Τι πειράζει πού και σε τι μέρος βρίσκεται κανένας, άμα βρίσκεις την ψυχή; Αντίς άξαφνα κανένας να πάη στη Νάξο, νανεβή απάνω στο βουνό, να κοιτάζη από κει πέρα τη θάλασσα, τον κάμπο, και να τα περιγράψη όλα, κάλλια να καθήση κανείς, που να πούμε, μέσα στην ψυχή του αθρώπου κι από κει, από την ψυχή του, να κοιτάζη θάλασσα, κάμπο, βουνά, κι αφτά να περιγράφη.

ΧΟΡΟΣ Μέσα στην ευτυχία σου η συμφορά σ' ευρήκε ενώ δεν την περίμενες. Συ όμως ζης ακόμα και αναπνέεις. Επέθανε εκείνη και σ' αφήνει με όλες της αγάπες της. Τι τάχα νέο βρίσκεις σ' αυτό; Δεν είσαι μόνος σου. Κι' άλλοι πολλοί ως τώρα έχασαν της γυναίκες των. ΑΔΜΗΤΟΣ Η τύχη της νομίζω απ' τη δική μου πιο καλή πως είναι, αν και τω όντι έτσι δεν φαίνεται.

Υποφέρει η ευλογημένη, είπε ο Κυρ-Θανάσης. Και αλλάζοντας φωνή, ξαναείπε στον Παπα-Παρθένη: — Δεν τελειώσαμε, παπά μου, τη χθεσινή συζήτησι. Την αφήσαμε στη μέση. Όλη τη νύχτα αυτή τη συλλογή είχα και δε μάφησε να κοιμηθώ. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος»... — Δε βρίσκεις άκρη, ευλογημένε, είπε ο Παπα-Παρθένης ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια.

Ανίσως και φοβάσαι Αρμένηδες, δεν έχω να πω. Μα την τέχνη την ξέρεις. Τους Αρμένηδες τους δίνεις αύριο την Αρμενία και βρίσκεις χουζούρι. Πρώτη φορά δεν είναι που αναπαύεσαι έτσι. Μαυροβουνιώτες, Ρουμούνοι, Βούλγαροι, Σέρβοι: όλοι πήραν το δικό τους και σ' άφησαν ήσυχο. Σου πήραμε και μεις δυο τρεις πέτρες. Μα το πιώτερο το Ρωμαίικο είναι μαζί σου. Βλέπω και συνεφέρνεις.

Γιατί την ιστορία την πήγες από κείνο το δρόμο ; Γιατί την ψυχή μου την περίμενες σ' εκείνη τη στροφή εκείνη τη νύχτα ; Το άστρο γιατί το γκρέμισες στο διάστημα ; Το λαό που πήγαινε γιατί τον σταμάτησες ; Πώς ξέρεις το δρόμο της καταστροφής ; Πώς βρίσκεις το μονοπάτι της σωτηρίας; Ω πέτρινη διάνοια, βουνό που στέκεις στα βάθη της Ανατολής, ω άγνοια! Γιατί; Γιατί; Γιατί;