Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Μισοκαίριασα, μάννα μ'! Της απολογήθηκε ο Γιάννης. Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη της, γιατί της φαίνονταν, ότι δεν είχαν περάση παρά λίγα χρόνια, τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, για τα Ξένα. Παράξενο της φαίνονταν, που τον έβλεπε και μουστακωμένον ακόμα.
Κι' ο Δάφνης βρισκότανε σε κακή κατάσταση από τις ξυλιές, μα βλέποντας εκεί τη Χλόη, ταψηφούσεν όλα. Κ' έτσι απολογήθηκε: — Εγώ βόσκω τα γίδια μου καλά. Ποτέ δεν παραπονέθηκε κανένας χωριανός, ότι τραγί δικό μου βόσκησε στον κήπο του ή έσπασε κλήμα βλασταρωμένο.
Σα νάταν όλοι μέσα άφωνοι, κανένας δεν του απολογήθηκε. Λύσσα τόρα τον έπιασε σωστή. — Κουλούκια! Τα καντήλια σας! Για θα μ' τουνε προυδούστε, για θενά σας μπρουλιάσ' ούλους στου σουφλί! τη Βαγγελίστρα σας! Κ' εκούναε το φοβερό λεπίδι ξεμανίκωτο ψηλά. Έγυρε τόρα στους φαντάρους. — Του σκοινί στη βούτα ουρέ! και μάνι-μάνι!... Ένας φαντάρος ξέκοψε και πάει για το σκοινί.
Και πραγματικώς εκείνος που βαστούσε τα μισά τα χρήματα, τάβγαλε από τον κόρφο του και τάδωσε στον άλλο, που τα ζητούσε, λέγοντας: — Πάρ'τα, αδερφέ! Κι' εκείνος που τα ζητούσε του απολογήθηκε: — Όχι, αδερφέ, όλα! Βάστα τα βρετικά σου. Κράτα όσα θέλεις, κράτα τα κι' όλα... — Όχι! όχι, είναι δικό σου βιο — είπε εκείνος, που τα είχε βρη. — Μακρυά από εμένα το άδικο!
— Κι' είσαι άγγιχτη ακόμα; Είπε μια, η πλειο περίεργη. — Ντίπου άγγιχτη! απολογήθηκε η Κώσταινα. Μα τον Θεό, και μα την πίκρα της Ξενιτειάς! Όταν παντρευτήκαμαν, εγώ είμουν δέκα πέντε χρονών, κι' εκείνος — νάσκαζα — είταν δώδεκα μοναχά. Δεν τάχε κι' αυτά σωστά ακόμα, και δεν ήξευρε τίποτε από τα εγκόσμια.
Κι’ αυτή του απολογήθηκε, τεντόνοντας το χέρι: — Μέσα σ’ εκείνη τη σπηλιά με βρίσκεις κάθε μέρα...
Και πως του άξιζε πολύ αυστηρός τρόπος, και μάλιστα τιμωρία, απόδειξη έχουμε που δεν του απολογήθηκε του Μητροπολίτη μ' αληθινή σοφία κ' ειλικρίνεια, παρά με διφορούμενες ξυπνάδες που ρίχτανε σκότος κι όχι φως σε τέτοια δύσκολα ζητήματα. Και το πιο χερότερο, που άμα βγήκε, διαλάλησε πως συφωνάει κι ο Μητροπολίτης μαζί του, και ξανάρχισε τις αιρετικές διδαχές του.
Ο παπάς ξεπετάχτηκε αμέσως από τη στρώση του, τράβησε ένα σπίρτο στον τοίχο, άναψε ένα κηρί, που έβγαλε από τον κόρφο του, βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, μουρμουρίζοντας κάτι προσευχές, νίφτηκε, χτενίστηκε με μια αριά τσατσάρα κι' ύστερα πήρε το ραβδί του, κατέβηκε τη σκάλα και φτάνοντας όξω από τα μαντζάτα φώναξε: — Κυρά! Κυρά! — Όρσε, παπά! Απολογήθηκε η γριά και πετάχτηκε ορθή.
Κι’ η Μάρω απολογήθηκε με μια μεγάλη λύπη : — Αρχόντισσα σ’ ευχαριστώ κι’ εσένα και τον Γάννο.... Την τίμιαν αρραβώνα μου δεν έχω δώσει σ’ άλλον, Κι’ ουδέ το Γιάννον αγαπώ, κι’ ουδέ κανέναν άλλον Είν’ η καρδιά μου μάρμαρο, είναι μια κρύα πέτρα, Που δεν αιστάνθηκε ποτέ τη γλύκα της αγάπης, Κι’ όταν μου φέρουν προξενιές και μου μιλούνε γι’ άντρα Αιστάνομαι μι’ αποστροφή κι’ ενόχληση μεγάλη.
Μια άλλη πάλι φωνή απολογήθηκε λυπητερά: — Μ' εγώ, χαλασιά μου, πώχω να διαβάσω και τα σκουτιά του παιδιού μου. Να και μια άλλη σημείωση για τες γυναίκες του Μικρού-Χωριού, όταν παίρνουν νερό: Όποια έχει να πλύνη σκουτιά απομένει πάντα η κοντινή, όσο μεγάλη κι' αν είναι, εξόν αν είναι πολύ γριά, αλλά οι γριές δεν παν ποτέ για νερό. Το νερό είναι έργο εκείνων, πώχουν μαύρα μαλλιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν