Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Όλα του ταστέρια τάβγαλε όξω, δεν άφησε κανένα απόψε. — Καιρός γι' αρμένισμα, Στρατή. Σαν έχης τέτοια αστροφεγγιά, τι να το κάνης το φεγγάρι; Άπιστο πράμμα. Σου ρίχνει στάχτη στα μάτια. Σου μπερδεύει τις στερηές, σου ανακατεύει όλα τα πάντα. Λες και κάνει μάγια απάνω στις θάλασσες και μαγεύει τους μαρνέρους. Ανάθεμα το! Δυο φορές ναυαγήσαμε με το φεγγάρι Στρατή, το θυμάσαι;

Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο 495 ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι 500 να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι.

Σαν έχη το νου του σε φιλιά και σ' αγάπες ο Σφακιανός, βόλι πικρό τον προσμένει στον πόλεμο. Μήτ' ένας μας δε σκοτώθηκε στον πόλεμο εκείνο. Κάμποσες φορές τα είχε ακουσμένα αυτά ο Μυλόρδος, κι ως τόσο τάβγαλε πάλι τα χαρτιά του και σημείωσε μερικές αράδες. Οι άλλοι κάθονταν αμίλητοι και διαλογισμένοι.

Και του Πηλέα ο γιος στιγμή τον Έχτορα απ' ομπρός του δεν παραιτούσε, κι' έτρεχε με πείσμα κυνηγώντας. Πώς σκύλος σ' όρος κυνηγάει μες σε λακκιές και πλάγια ζαρκάδι π' όξω τάβγαλε οχ τη φωλιά της μάννας, 190 και μες σε θάμνο αν πάει κρυφτεί και χάσει το, όμως τρέχει κι' όλο μυρίζει ψάχνοντας ως ναν του βρει τ' αχνάρια· έτσι κι' ο Έχτορας στιγμή δεν μπόραε να ξεφύγει.

Στο μεταξύ δούλευε ως τόσο η Ευσεβία, κ' έστερξε τέλος πάντων ο Κωστάντιος να τον κάμη Καίσαρα τον Ιουλιανό. Ύστερα λοιπόν από έξη μήνες φιλοσοφία τράβηξε κατά τη Γαλατία, που είχε ανάγκη ο Βασιλέας εκεί από καλό Κυβερνήτη. Και φαίνεται πως πιδέξια τάβγαλε πέρα στη χώρα εκείνη, που τηνέ βασάνιζαν τότες οι Γερμανοί, επειδή σε πέντε χρόνια μέσα τους έδιωξε τους βαρβάρους.

Παρά όποιος βρωμόγλωσσος τάβγαλε, αυτός ας πηγαίνη κι ας γυρεύη από το Θεό συχώριο. Κ' έκαμε να τον τραβήξη προς τα κάτω μαζί του. — Πιστεύεις δεν πιστεύεις, Μιχάλη, εδώ δεν έχει. Πρέπει να σου ανοίξω τα φυλλοκάρδια μου μπροστά στο Θεό, και να τα δης. Έπειτα δεν είσαι μονάχα εσύ, είνε και ταδέρφια σου, το συγγενολόγι μας όλο.

Και πραγματικώς εκείνος που βαστούσε τα μισά τα χρήματα, τάβγαλε από τον κόρφο του και τάδωσε στον άλλο, που τα ζητούσε, λέγοντας: — Πάρ'τα, αδερφέ! Κι' εκείνος που τα ζητούσε του απολογήθηκε: — Όχι, αδερφέ, όλα! Βάστα τα βρετικά σου. Κράτα όσα θέλεις, κράτα τα κι' όλα... — Όχι! όχι, είναι δικό σου βιοείπε εκείνος, που τα είχε βρη. — Μακρυά από εμένα το άδικο!

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν