Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Πώς σ' όνειρο να κυνηγάς δε δύνεσαι όπιον φέβγει — κι' εσύ να πιάσεις δε μπορείς κι' ούτε να φύγει εκείνος — 200 το ίδιο δεν κατόρθωναν κι' οι διο τους πιλαλώντας μήτε να πιάσει ο ένας τους μήτε να φύγει ο άλλος. 201 Κι' έγνεφε με την κεφαλή στ' ασκέρι ο Αχιλέας 205 κι' αμπόδαε σαϊτιές πικρές να ρήξουν, μήπως άλλος προτύτερά του δοξαστεί τον Έχτορα βαρώντας.
Κι' ο γιος κατόπι του Νεστόρου 580 τον αμαξά του Μύδονα χτυπάει, τον αντριωμένο τ' Ατύμνη γιο — τ' αλόγατα γυρνούσε αφτός να φύγει — μεσάγκωνα βαρώντας τον με μια χοντρή κοτρώνα· κι' εκείνος, χάμου τούπεσαν στις σκόνες οχ τα χέρια τα γκέμια π' απ' του φιλντισιού τη χάρη ασπροβολούσαν.
Νίκη τρανή τότε έδωκε των Πυλιωτώνε ο Δίας, τι ως τόσο ομπρός τούς είχαμε μέσα απ' το πυκνοκάμπι, άντρες βαρώντας κι' άρματα μαζώνοντας πανώρια, 755 ως που το πολυκρίθαρο πάτησαν τ' άλογά μας Βουπράσι, και της Ωλενιάς το βράχο, και τ' Αλείση που λεν τη ράχη· όθε η θεά μας γύρισε πια πίσω. Εκεί στερνό άντρα σκότωσα κι' αφήκα το κυνήγι.
Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο 495 ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι 500 να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι.
Μα κώλωσε ο Ακάμας σαν είδε το γιουρούσι του, κι' αφτός το Βιλιονέα χτυπάει του μυριοπρόβατου Φόρβα 'να γιο, τον Τρώα 490 π' αγάπαε πιο πολύ ο Ερμής και τούχε βιος χαρίσει, τι η μάννα του μοναχογιό τον έκανε μαζί του· αφτόν στη ρίζα του ματιού κάτου απ' τα φρύδια τότες βαρώντας, τούβγαλε το φώς· και πέρασε ο χαλκός του το μάτι, κι' όξω διάβηκε ίσα ως στο σνίχι αντίκρυ. 495 Κι' έκατσε χάμου, απλώνοντας ο νιος τα διο βραχιόνια.
Δεν έχει φέβγω πια να πεις, τι η Αθηνά η Παλλάδα 270 θα σε ξεκάνει τώρα εδώ με τ' άσπλαχνό μου χέρι, κι' ως στο στερνό μια κοπανιά τα πάθια των συντρόφων θα σ' τα ξοφλήσω πούσφαζες βαρώντας τους με λύσσα.» Είπε, και σιώντας τίναξε το χαλκωμένο φράξο· μα τόδε ομπρός ο Έχτορας κι' απόφυγε το χτύπο, τι έσκυψε πριν, και τρέχα αφτό του σφύριξε από πάνου 275 και πέρα μπήχτηκε στη γης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν