United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε φέβγω εγώ όχι, τ' όπλο σου στη ράχη δε μου μπήγεις, Μον ίσα εδώ θα σου ρηχτώ, και τρύπα μου τα στήθια αν σ' τόταξε ο θεός. Μα δες να μου γλυτώσεις πρώτα 285 απ' το χαλκό μου, που αχ! στο κριάς να σου χωνέψει μέσα! Ας πας εσύ, και τότες πια σου δείχνω εγώ αν νικούνε οι Τρώες μου· τι η πιο βαριά κατάρα εσύ τους είσαι

Όλα τάχω παρατηρημένα. Αν είναι αλήθεια, να μου το πη παστρικά. Δεν έχω δίκιο; Να μου το πη ορθά κοφτά, κι όρκο της βάζω πως τραβιούμαι και φέβγω. Δε με βλέπει πια. Κάλλια τη δική μου τη ζωή παρά τη ζωή τη δική της να χαλάσω, Θα φύγω, θα φύγω. Και μπορώ; Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Δε γίνεται έτσι να τυραννιούμαι. Μ' έπνιξε αφτή η καταχνιά. Φτάνει, φτάνει! Γλύτωσα· ο τοίχος τρυπά, φαίνεται ο ουρανός.

Χάσου, βρωμόκουκλα! τι εγώ δε φέβγω, δε σ' αφίνω να μας πατήσεις το καστρί, και να μας πάρεις στ' Άργος 165 τα τέρια μας· σου τάζω πριν πως θα σ' το πιω το αίμας

Κι' απ' τα πλοία αν ο γοργός σηκώθηκε Αχιλέας 305 ταχιά, αν ορίζει, πολεμάει, τι καν εγώ οχ τη μάχη δε φέβγω, δε θαν τον σκιαχτώ, μον στήθος ναι με στήθος θάν του μπηχτώ, ή κερδίσει αφτός ή νίκη εγώ κερδίσω. Χάρες δεν έχει ο πόλεμος... και σκοτωστή σκοτώνει

Ψυχάρης ετοποθετήθη παραπλεύρως μου μειδιών, υπομονητικός κτλ. κτλ. Αι εντυπώσεις τουΉρθα, εδώ κ' ένας μήνας, από τη Γαλλία, σταλμένος από τη γαλλική κυβέρνηση στη Θεσσαλία και στα Κυκλαδικά νησιά. Θα το ήθελα πολύ, θάπρεπε μάλιστα να μπορούσα να σεργιανίσω όλη την Ελλάδα. Μα μόνο στη Θεσσαλία κατώρθωσα να πάω· άβριο πάλε φέβγω και πηγαίνω στα νησιά.

Αμέ τα βουνά εκείνα της Αττικής, που τάβλεπα πρώτη φορά στην Κηφισιά και δεν μπορούσα να τα χορτάσω, πού θα τα χαρούν τα μάτια μου τώρα που φέβγω; Όταν ο ήλιος βασιλέβει, πέρα πέρα, τα βουνάκια ροδοσκοτεινιάζουν αράδα αράδα, το ένα πίσω από τάλλο, λες πως πλαγιάζουνε να κοιμηθούνε· το τελεφταίο το βουνάκι, κάτω κάτω, που φαίνεται μόλις, τόχει ψιλή καταχνιά κουκκουλωμένο και δεν μπορείς να καταλάβης αν είναι σύννεφο, αν είναι βουνό.

Τότ' είπε του Πηλέα ο γιος βαριά αγαναχτισμένος «Ξάνθο, θανάτους μη μηνάς, καιρός δεν είναι τώρα. 420 Ναί, ξέρω αφτό κι' εγώ καλά, γραφτό 'ναι εδώ να πέσω μακριά απ' τους έρμους μου γονιούς. Μα κι' έτσι εγώ δε φέβγω, πρέπει τους Τρώες πρώτα εδώ πελέκι να χορτάσωΕίπε, και λάλαε τ' άλογα μπροστά μπροστά αλυχτώντας.

Είχε αποφασίσει να ξενιτεφτή. «Ξέρω, της έγραφε, πως τον αγαπάς· κάθε μέρα το λέει ο κόσμος και τακούω. Να ζήσης, να ζήσης χρόνια μαζί του· να χαρής τα λαμπρά σου τα νιάτα. Είναι καλός, είναι γενναίος, και τον αγαπώ, που σε διάλεξε εσένα, που θα φροντίση πάντα για σένα, που θα είναι πάντα με σένα. Εγώ φέβγω, φέβγω μακριά. Τι σε πειράζει τώρα να στο πω; Δεν μπορώ πια κρυφό να το βαστάξω.

Και τώρα φέβγω! τι πολύ πιο βολετό να σύρω καλιά μου με τους λόχους μου, τι αψήφιστος νομίζω 170 εδώ πως δε θα μάσω βιος και θησαβρό μεγάλοΤότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Ώρα καλή σου αν σ' έπιασε πόθος να πας!