United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όταν στο πέρασμα έφτασαν τ' ασώπαστου Σκαμάντρου, πλήθιου ποταμού πούκανε ο βροχοδότης Δίας, εκεί τον βάζουν κατά γης και δροσερό του ρήχνουν 435 νερό· κι' αφτός ανάσανε, κι' ανοίγοντας τα μάτια στα γόνατα του κάθησε και ξέρασε αίμας μάβρο. Μα έγυρε πάλι πίσωθες, και χάμου τού πλακώνει το φως θολούρα, τι η πληγή τον δαιμονούσε ακόμα.

Τότες σαν είδε την πληγή που τ' άνοιξε η σαΐτα, ρουφάει το αίμας, κι' ύστερα κάτι καλά βοτάνια της βάζει απάνου πούξερε, και μια φορά που τάχε από φιλία ο Χείρωνας δοσμένα του γονιού του. Μα εκεί τον ξακουστό αρχηγό π' αφτοί γιατρολογούσαν, 220 να κι' έφτασαν τα τάγματα των ασπιστάδων Τρώων· κι' αφτοί ξαναρματώθηκαν να μπούνε στο κοντάρι.

Τελευταίον πρέπει να είπωμεν, ότι ο Πλήθων, καίπερ πρεσβύτης ήδη, συνέλαβεν ίσως επί μίαν στιγμήν όψιμόν τι αίσθημα, και εμελέτησε καθ' εαυτόν την μετά της Αϊμάς ένωσιν, αλλ' όμως απώθησεν ευθύς την ιδέαν ταύτην, φοβηθείς το γελοίον, και απεφάσισε να νυμφεύση την Αϊμάν, προικίζων αυτήν και τον Μάχτον, και καθιστών διά μιας χειρός δύο ευτυχείς.

Όσον ασύστατοι και αν ήσαν αι επαγγελίαι του Τρέκλα, ας ο Μάχτος εξεβίασε παρ' αυτού, ουχ ήττον κατώρθωσεν ο δίπους σύντροφος του Χόμο να τύχη πληροφοριών τινων περί της Αϊμάς και περί του κελλίου εν ώ ευρίσκετο εγκαθειργμένη αύτη.

Είπε, κι' αμέσως βάρεσε τ' ασπρότριχα άλογά του με κροτολάλο καμοτσί· κι' αφτά πονώντας, πήραν και τράβηξαν στα τέσσερα τ' αλαφροδρόμο αμάξι νεκρούς πατώντας κι' άρματα, κι' όλο τ' αξόνι κάτου κι' οι αμαξόγυροι είτανε πασπαλισμένοι μ' αίμας 535 απ' τις σταλιές που των τροχών πετούσαν τα στεφάνια και τ' αλογόνυχα.

Ο Πλήθων εκάθισεν επί σκοπιάς τινος, οπόθεν η οδός ήτο ορατή επί τινα στάδια, και έβλεπε μήπως εφαίνετο μακρόθεν ο Θευδάς επιστρέφων. Ο δε Πρωτόγυφτος, άπαξ μόνον ανεφανίσθη μετά την συνδιάλεξιν του Πλήθωνος και της Αϊμάς. Ήτο περί το λυκαυγές.

Και πήδαε μες απ' τα στριφτά το αίμας του τσαπράζα.

Κι' αφτός δε χόρταινε να σφάζει, κι' έβαφε μ' αίμας μελανό τ' αζύγωτά του χέρια.

Χάσου, βρωμόκουκλα! τι εγώ δε φέβγω, δε σ' αφίνω να μας πατήσεις το καστρί, και να μας πάρεις στ' Άργος 165 τα τέρια μας· σου τάζω πριν πως θα σ' το πιω το αίμας

Ανήρ υψηλός, σκυθρωπός και σιωπηλός ήλθε και έστη ως φάντασμα πλησίον της Αϊμάς. Η νέα ετρόμαξε και αφήκε κραυγήν. — Θεέ μου! ποίος είσαι; Ο άνθρωπος εκείνος ανεγνώρισε την φωνήν ταύτην, και αποτείνας τον λόγον προς την νέαν τη είπε·Συ είσαι, η Αϊμά; — Ω Θεέ μου! εψιθύρισεν η κόρη. — Υπάγωμεν, Αϊμά, είπε παραδόξως ο άνθρωπος εκείνος. Τώρα αυτοί θα σκοτωθούν.