United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ραβά διά κακήν τύχην πηγαίνοντας συχνώς προς αυτήν συνέλαβεν εις αυτήν έναν υπερβολικόν έρωτα, τον οποίον έκρυπτε διά κάμποσον καιρόν μα εις το τέλος μη εξουσιάζοντας, πλέον τον εαυτόν του, της τον εφανέρωσεν.

Αλλ' αφού άπαξ τον συνέλαβεν, έσφιγξε τον βρόχθον αυτού λυσσωδώς, διότι αν τον απέλυεν, εφοβείτο μη καταστή θύμα αυτού. Δειλία δε και σκληρότης είνε ανόμοια, ή το πολύ αντίθετα, αλλ' ουχί και αντιφατικά, και δύνανται να συνυπάρχωσι παρά τω αυτώ προσώπω.

Η πρώτη ελθούσα αυτώ ιδέα ήτο να αποταθή προς τους ιππείς και να ζητήση την βοήθειαν, ης είχεν ανάγκην. Ουδεμίαν αντίληψιν ή ανάμνησιν είχε των λόγων του αγνώστου, δι' ων υπηνίχθη διώκτας της μικράς κόρης επερχομένους. Αλλ' όμως συνέλαβεν αόριστον τινα φόβον, και εσκέφθη ότι ουχί παρά των διαβατών, οίτινες δεν είχον προφανώς τα μέσα, αλλά παρά των εν οίκω ώφειλε να ζητήση βοήθειαν.

Ο Κώστας Μπότζαρης όμως επρότεινε το εναντίον, λέγων ότι το στρατόπεδον διά τον θάνατον του αρχηγού του ήτον τρόπον τινά χωρίς κέντρον· ότι το σχέδιον τούτο δεν θέλει δυνηθή να το εκτελέση κανείς καθώς ο Καραϊσκάκης, ο οποίος, επειδή το συνέλαβεν ο ίδιος και το εμελέτησε προ καιρού, ηδύνατο να προΐδη κάθε εναντίον και τας ατελείας του, αν ήθελεν έχη, να τας διορθώση και εις τον καιρόν ακόμη της εκτελέσεως και να προλάβη τους εξ αυτής κινδύνους.

Η βασίλισσα του νησιού συνέλαβεν εις αυτήν τόσην αγάπην, που απεφάσισε και την εκήρυξε διάδοχον του βασιλείου της με πολλήν ευχαρίστησιν του λαού, η οποία με το να ήτον γερόντισσα εις ολίγον καιρόν απέθανε. Η Ρεσπίνα έδειξε κάποιαν δυσκολίαν διά να δεχθή αυτήν την αξίαν· μα ο λαός την εβίασε και το εδέχθη, εις το οποίον δεν έλαβον αιτίαν να μετανοήσουν.

Η περίπτυξις του Μανώλη εχαλαρώθη διά μιας, η δε Πηγή δυνηθείσα ούτω να διαφύγη ετράπη εις φυγήν. Αλλ' ο Μανώλης, αφού παρετήρησεν εις τα πέριξ και δεν είδε τον Στρατήν, έδραμε κατόπιν αυτής και εις το άκρον του αγροκηπίου την συνέλαβεν, — Άφησέ με, Μανώλη, γιατί θα σκοτωθώ, είπεν η κόρη ασθμαίνουσα και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Αλλ' ο Μανώλης ούτε ήκουεν, ούτε έβλεπε πλέον.

Εις στιγμήν τοιαύτης εξάψεως συνήντησε μίαν ημέραν έξω του χωρίου τον Τερερέν και χωρίς κανένα πρόλογον τον συνέλαβεν από τον λαιμόν και τόσω δυνατά τον έσφιγξεν, ώστε η χειρ του ταλαιπώρου Αναγνώστου παρέλυσε και έπεσεν η αξίνη την οποίαν εκράτει. — Εσύ 'σαι, μωρέ, απού καφκάσαι πως θα με δέσης; ανεφώνησεν υψών αυτόν εις τον αέρα. — Για όνομα του Θεού! ετραύλισεν ο Τερερές με φωνήν ημίπνικτον.

Μα πριν και αυτοί φθάσουν η βασιλοπούλα είδεν ένα όνειρον, διά το οποίον συνέλαβεν ένα μίσος τόσον σκληρόν εναντίον εις την υπανδρείαν και εις τους άνδρας, που δεν ήθελε με κανένα τρόπον να τους ακούση.

Χωρίς άλλο επρόκειτο, αλλά δεν ήθελε να μοι αποκαλύψη έτι την προ πολλού υποτρεφομένην προς εμέ αγάπην του πατρός της, και προ πάντων ιδιαίτερά τινα σχέδια τα οποία συνέλαβεν από της εν Αθήναις γνωριμίας μας. Χωρίς άλλο επρόκειτο περί τούτου! Διότι απλώς και ως έτυχεν ο πατήρ μιας κόρης δεν δίδει εις ένα νέον εν Αθήναις το επισκεπτήριόν του με την εν Καλκούττη διεύθυνσιν, ιδιοχείρως γεγραμμένην.

Ναι, εψέλλισε τρέμουσα η Αϊμά. Ο ξένος εδίστασε, και είτα εκίνησε τους ώμους και απεμακρύνθη λέγων·Τι με μέλει εμένα, το κάτω κάτω; Ο Μάχτος συνέλαβεν υποψίαν τινά. Αλλ' απείχε πόρρω του να φαντασθή τι είχε συμβή. — Τι τρέχει, Αϊμά; Τι σου έλεγε; — Τίποτε, είπεν η Αϊμά. Ο Μάχτος δεν επέμεινεν.