United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Παρδαλός γίνεται κατ' ανάγκην προς στιγμήν και θαλαμηπόλος της συζύγου του, ήτις περατοί τέλος την ενδυμασίαν αυτής και καταπίπτει κάθιδρος και ασθμαίνουσα επί του ανακλίντρου, φυσώσα ως ατμομηχανή και αεριζομένη διά του μανδηλίου της, ενώ ο συζυγός της ξυρίζεται.

Ο Γιάννος έκαμνε τινάς βηματισμούς κ' έπειτα ίστατο, αναμένων την Μάρω η οποία έφθανεν ασθμαίνουσα, άπλωνε τας χείρας, βεβαία ότι τον συνέλαβε πλέον αλλ' ούτος τότε δι' επιτηδείων ελιγμών έκλινεν, ωρθούτο, έτρεχεν, ίστατο και η Μάρω συνελάμβανεν αντ' αυτού το κενόν. — Έλα, καϋμένε, μη με παιδεύης· είπεν η Μάρω κλαυθμηρώς και ωσεί απαυδήσασα.

Αι γυναίκες εδείκνυον εις τα τέκνα των τον Ζάχον ως πρότυπον ανδρείας και οικογενειακής τιμής· τα παλληκάρια τον εζήλευον αι λυγεραί ησθάνοντο την καρδίαν των κάπως σπαρταρίζουσαν δι' αυτόν οι Σουλιώται τον εφθόνουν. Η Μαλάμω εν μέσω αυτών, ασθμαίνουσα εκ της ανυπομονησίας, μόλις συνεκράτει την χαράν της.

Μόλις δε είχον εισκομίσει τους σάκκους των φύλλων, προφυλάξασαι τον θησαυρόν αι γυναίκες εις ασφαλές μέρος, ίνα κατόπιν την νύκτα τακτοποιήσωσιν αυτόν, και ήρχισαν να ρίπτωσι με χαράν δροσερά φύλλα εις το καματερόν, το οποίον εθεώρουν και του χρυσίου πολυτιμότερον, και ιδού προσέρχεται η γειτόνισσα ασθμαίνουσα. — Αρί-σείς, ήρθατε! Εγώ πλειο τρόμαξατο δρόμο. Αι γυναίκες ουδέν εννόουν.

Ούτω δε ότε μετά μικρόν η Κυρά Ρήνη συνήλθε τα διέκρινε πολύ μακράν απ' αυτής. Επεθύμει ν' αρχίση πάλιν την καταδίωξιν αλλά δεν ηδύνατο σχεδόν ούτε να κινήση τα μέλη της. Εστάθη λοιπόν ασθμαίνουσα και αμηχανούσα.

Καθώς ανέβαινεν ασθμαίνουσα τον πετρώδη λόφον, «Έλα, Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι' αμαρτωλή». Είτα εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε· «Δεν το έκαμα για κακό».

Η περίπτυξις του Μανώλη εχαλαρώθη διά μιας, η δε Πηγή δυνηθείσα ούτω να διαφύγη ετράπη εις φυγήν. Αλλ' ο Μανώλης, αφού παρετήρησεν εις τα πέριξ και δεν είδε τον Στρατήν, έδραμε κατόπιν αυτής και εις το άκρον του αγροκηπίου την συνέλαβεν, — Άφησέ με, Μανώλη, γιατί θα σκοτωθώ, είπεν η κόρη ασθμαίνουσα και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Αλλ' ο Μανώλης ούτε ήκουεν, ούτε έβλεπε πλέον.

Έτρεξε τον δρομίσκον τον ανωφερή, εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τους βράχους, και μετά ημίσειαν ώραν έφθασεν ασθμαίνουσα εις τον οικίσκον του Λυρίγκου. Εστάθη διά να λάβη αναπνοήν, είτα έκρουσε την θύραν. Περί ενός μόνου ήτο βεβαία, ότι οι δύο «ταχτικοί» ευρίσκοντο παντού αλλού, αλλ' όχι εις αυτό το καλύβι, όπου υπήρχε γυνή λεχώ με την συντροφίαν της μητρός της.

Η συντέκνισσα είχεν έλθει ασθμαίνουσα, σχεδόν «ξεγλωσσασμένη» την ώραν που ο παπάς ητοιμάζετο να υπάγη στον εσπερινόν. Άρχισε να διηγήται·

Τι έπαθε θα 'πω αυτηνιδά; Επανελάμβανον αι γραίαι, βλέπουσαι την γρηά Σπύραινα να πηγαινοέρχεται ασθμαίνουσακατώκει έξω προς τα Αλώνια, — εις τας εσχατιάς της κώμης. Ενίοτε προσέκοπτεν επί εργάτου, όστις φορτωμένος την φοβεράν εκείνην κλίμακα, αφού επεράτωσε την επισκευήν στέγης τινός, μετέβαινεν εις άλλην οικίαν προς τον αυτόν σκοπόν.