United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τω εφάνη ότι ησθάνετο παρουσίαν ανθρώπου όπισθεν της κεκλεισμένης θύρας. — Εδώ πρέπει να είνε, εψιθύρισεν. Επλησίασε και έκρουσε δειλώς. Παραχρήμα φωνή ηκούσθη έσωθεν. — Ποίος είνε; — Εδώ μέσα είσαι; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Εδώ, απήντησεν η φωνή. — Χαιρετίσματα απ' τον αδελφό σου, είπεν ο Τρέκλας. — Τον αδελφό μου; — Τον Μάχτο. Έτσι δεν τον λένε; — Τον είδες; — Τον είδα, και έχει σκοπόν να έλθη.

Τώρα ήτο η σειρά των χριστιανών. Το θέαμα ήτο καινοφανές διά το πλήθος. Ήλπιζον εκτάκτους σκηνάς. Εις το μίσος του λαού και αι φρικωδέστεραι τιμωρίαι εφαίνοντο ανεπαρκείς. Ο πραίφεκτος έκαμε νεύμα και ο ίδιος γέρων, ο ενδεδυμένος ως Χάρων, ενεφανίσθη επί της κονίστρας, διέτρεξεν αυτήν βραδέως και, εν μέσω βαθείας σιγής, έκρουσε την θύραν τρις με την σφύραν του.

Έτρεξε τον δρομίσκον τον ανωφερή, εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τους βράχους, και μετά ημίσειαν ώραν έφθασεν ασθμαίνουσα εις τον οικίσκον του Λυρίγκου. Εστάθη διά να λάβη αναπνοήν, είτα έκρουσε την θύραν. Περί ενός μόνου ήτο βεβαία, ότι οι δύο «ταχτικοί» ευρίσκοντο παντού αλλού, αλλ' όχι εις αυτό το καλύβι, όπου υπήρχε γυνή λεχώ με την συντροφίαν της μητρός της.

Τέλος έφθασαν εις τον πυλώνα όπου ήτο το κελλίον του πυλωρού. Ο ψευδής Μάχτος έβαλε την νέαν να καθίση επί τινος πεζούλας, όπισθεν της κατοικίας του πυλωρού, αυτός δ' έκρουσε την θύραν του κελλίου. Παρήλθε χρόνος τις μέχρις ου ο μπάρμπα Φούρβης, ο μεμψίμοιρος ούτος άνθρωπος, όστις παρεπονείτο προκειμένου περί παντός, ακούση και απαντήση εις την πρόσκλησιν του κρούοντος.

Εφόρει δε αλλόκοτον εσθήτα, ασυνήθη εις τον τόπον, και ελθούσα Κυριακήν τινα πρωί έκρουσε την θύραν της καλύβης. Η Αϊμά ήτο μόνη. Η μήτηρ Αθιγγανίς είχεν ακολουθήσει τους δύο υιούς της και τον άνδρα της εις την συνήθη εκδρομήν. Εγερθέντες λίαν πρωί εφορτώθησαν πυράγρας, εσχάρας, καρφία και άλλα τεχνήματα, και απήλθον ίνα τα πωλήσωσιν εις τα περίχωρα. Η δε Αϊμά μόλις είχεν εγερθή και ενεδύετο.

Διέβη τον ζυγόν, τον ενούντα τας δύο ράχεις, επί της μεσημβρινωτέρας των οποίων ήτο η μάνδρα, επί δε της βορειοτέρας η οικία του Λυρίγκου, κ' έφθασεν εις το καλύβι. Έκρουσε την θύραν.

Απ' αρχής η λύρα του ένα έκρουσε τόνον και καθίστατο ούτος οσημέραι ζωηρότερος, ευχυμώτερος, συγκινητικότερος, υπέρτερος πάσης άλλης παραφωνίας.

Ο Γύφτος καταλιπών την Αϊμάν, έσπευσε προς το μέρος εκείνο με ελαφρόν και σταθερόν βήμα, ως να ήτο εξωκοιωμένος από πολλού να βαδίζη επί του εδάφους τούτου. Έκρουσε δε ασφαλώς και μετά πολλού θάρρους την θύραν της κατοικίας εκείνης. — Ποίος είνε; ηρώτησεν ένδοθεν. — Εγώ ο Πρωτόγυφτος Η θύρα ανεώχθη, και άνθρωπός τις επαρουσιάσθη εις το διάκενον. — Πού ευρέθεις εδώ; ηρώτησε.

Δώδεκα 'μέρες πέρασαν, ούτ' ήρθε κι ούτ' εφάνη, ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε, ούτ' έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα 'μέρες τώρα. Ω! δίχως άλλο ο Έρωτάς κ' η πονηρή Αφροδίτη θα του σηκώσαν το μυαλό κ' έπιασεν άλλη αγάπη. Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει. Τώρα μ' ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.

Έφθασαν δε μετ' ολίγον εις την κατοικίαν του αρχηγού, και οι στρατιώται μετά της Αϊμάς ανέβησαν εκείσε, ο δε Μάχτος έμεινε διστάζων κάτωθεν του οίκου. Ο δε Σκούντας εκρύπτετο, και είχε σταθή κατασκοπεύων όπισθεν του τοίχου. Προ μιας μόλις ώρας εις την οικίαν ταύτην είχε συμβή το εξής. Άνθρωπός τις επαρουσιάσθη και έκρουσε την θύραν.