Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Τέλος έφθασαν εις τον πυλώνα όπου ήτο το κελλίον του πυλωρού. Ο ψευδής Μάχτος έβαλε την νέαν να καθίση επί τινος πεζούλας, όπισθεν της κατοικίας του πυλωρού, αυτός δ' έκρουσε την θύραν του κελλίου. Παρήλθε χρόνος τις μέχρις ου ο μπάρμπα Φούρβης, ο μεμψίμοιρος ούτος άνθρωπος, όστις παρεπονείτο προκειμένου περί παντός, ακούση και απαντήση εις την πρόσκλησιν του κρούοντος.

Γιατί καθώς εμάνιωσεν, απ’ τον πυλώνα μπαίνοντας, στο κρεββάτι της το νυφικό της επήγε, ξερριζώνοντας με τα δυό χέρια την κόμη της, κι αφού ’κλεισε τις θύρες όλες, τον πεθαμένον Λάιον επικαλείτο καθώς τους παλαιότατους θυμόταν γάμους, που εμέλλανε τον Λάιον να θανατώσουν κι αυτήν να την αφήσουνε την Ιοκάστην παιδιά με τα ίδια της παιδιά να ξανακάμη.

Ερημίτις γέρων, μετά δύο νεωτέρων υποτακτικών, έζη εν τη ερημονήσω, ανηκούση είς τινα μονήν του αγίου Όρους, κ' ετέλει την νύκτα εκείνην την αγρυπνίαν των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης διήλθε μικρόν τινα πυλώνα, ον εύρεν ανοικτόν, κ' εισήλθεν εις αυλήν πλακόστρωτον, πλαισιουμένην υπό τινων κελλίων. Κατέναντι ήτο ο ναΐσκος, μικρός συμμαζευμένος, βυζαντινός.

Μετ' ενόχου συνειδήσεως παραμερίζει τότε από την λάμπουσαν πυράν υπό τον θολωτόν πυλώνα της αυλής, καθώς το λάλημα του αλέκτορος πλήττει το ους του. Η ανακωχή υπήρξε βραχεία δι' αυτόν. Η θυρωρός, ήτις είχε και καθήκον να εφιστά την προσοχήν επί τους υπόπτους ξένους, είχε φλυαρήσει, ως φαίνεται, περί αυτού προς την θεραπαινίδα ήτις την είχεν αναπληρώσει πλησίον της θύρας.

Βαρεία θολωτή καμάρα διά κτιστών δύο τετραγώνων κιόνων, των καλουμένων υπό των βυζαντινών πινσών υποβασταζόντων το παρεκκλήσιον του αγίου Δημητρίου με τον κομψόν θολίσκον του, σκιάζει τον πυλώνα με την μαύρην μεγάλην πύλην, ης αι οριζόντιοι διά χονδρών ήλων προσηλωμέναι χονδραί ορθόπλευροι σανίδες ως εκ σιδήρου παχέα φαίνονται ελάσματα.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τίποτε , και όμως ό,τ' είν' εκεί το βλέπω. ΑΜΛΕΤΟΣ Τίποτε δεν έχεις ακούση καν; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τίποτε, ειμή τον εαυτόν μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Ε! τήρα εκεί! γειά, τήρα εκεί, πώς φεύγει αγάλι! Είναι ο πατέρας μου καθώς όταν εζούσε! Ιδέ τον τώρα εκεί πώς βγαίνει απ' τον πυλώνα! ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Γέννημα εστάθη τούτο του μυαλού σου μόνον· πράγματ' ασώματα ως αυτό να πλάθη ξεύρει η έκστασις προ πάντων.

Αλλά δις ή τρις της εβδομάδος διά της Άνω Πύλης του φρουρίου εξήρχοντο κ' έβλεπαν κρεμάμενα εκεί, εις τον σκοτεινόν πυλώνα, την κνήμην του «Έλληνος γίγαντος», και το «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, επιφυλαττόμεναι, όταν θα επανέκαμπτον με το καλόν εις την πατρίδα, να διηγώνται κ' αι δύο το πράγμα εις τα εγγόνια των.

Και έπειτα λέγει ο Ρωμαίος σατυρικός, ότι ημείς οι άνθρωποι θεοποιούμεν την τύχην. Περί όρθρον της επιούσης εγερθείς ο Σκούντας ήρχισε την οδοιπορίαν, και μικρόν μετά την ανατολήν του ηλίου έφθασεν εις το μοναστήριον. Ο πυλωρός τω προέτεινε δυσκολίας. Αλλ' ο Σκούντας εζήτησε θαρραλέως την Βεάτην, και μετ' ολίγον ήλθεν αύτη εις τον Πυλώνα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν