United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις την τροπικήν μεσημβρίαν της βαθείας εκείνης κοιλάδος του Ιορδάνου, όπου ο αήρ φαίνεται πλήρης μιας λεπτής και φρισσούσης φλογός, ακούων τους ωρυγμούς των αγρίων θηρίων κατά τας μακράς νύκτας, υπό το φέγγος των άστρων «τα οποία εφαίνοντο κρεμάμενα ωσάν σφαίραι πυρός εις πορφυρόχρουν στερέωμα» — περιδιαβάζων παρά τα θολά ύδατα της νεκράς και κατηραμένης εκείνης λίμνης, — ο Ιωάννης είχε διδαχθή ένα μάθημα, ο Ιωάννης είχε φωτισθή από μίαν αποκάλυψιν, ήτις δεν κατέρχεται μέχρι των κοινών ανθρώπων, και ήτις δεν εμπνέεται εις τα σχολεία των Ραββίνων, αλλ' εις το σχολείον της ερημίας και εις το σχολείον του Θεού.

Εις το κάτω μέρος της αγοράς εσχηματίζετο μικρά πλατεία, όπου ήσαν τα ιδιαίτερα καφενεία των Τούρκων, το τζαμί με μιναρέν ημιτελή, και απέναντι αυτού κρήνη μεγάλη με τουρκικήν επιγραφήν και καυκία σιδηρά, κρεμάμενα δι' αλυσίδων, διά να πίνουν οι διαβάται. Αλλ' οι Χριστιανοί απέφευγον να πίνουν με τα τάσια εκείνα των Τούρκων, «για να μη μαγαρίσουν».

Τα επικαθήμενα νέφη ούτε όμβρον ηπείλουν ούτε άνεμον, εφαίνοντο μόνον ότι έμενον κρεμάμενα επί του ορίζοντος ως μορμολύκεια, ως ράκη πενίας ηπλωμένα επί δώματος και μάτην επαιτούντα μίαν ακτίνα παρά του ηλίου. Οι άνθρωποι ησθάνοντο ανεξήγητον αγωνίαν υπό την πίεσιν ταύτην των στοιχείων, και το πένθος της φύσεως μετεδίδετο εις αυτούς.

Εχάραξεν είτα τας ρομβοειδείς ψάρας, εκέντησε μικρά τριγωνίδια γύρω-γύρω εις τον μέγαν κύκλον του σινίου, αποκόψασα διά μαχαιριδίου τα κρεμάμενα έξω αυτού φύλλα, και έφερεν εις την μητέρα της, ήτις τον εφούρνισεν ευχηθείσα: — Καλορρίζικος!

Έπηξεν η θάλασσα το δειλινόν. Έπηξεν εκεί και η σκούνα εν μέσω του πελάγους, ακίνητος, καθηλωμένη, με τα πανιά κρεμάμενα ως εσθήτας να στεγνώσουν εις το καύμα του Ιουλιανού ηλίου.

Ό,τι είναι βαρύ, το απορροφώσι τα κρεμάμενα νέφη και ο άνεμος το συμπαρασύρει και το τρίβει επάνω εις τας κορυφάς των ελάτων- ο αιθήρ του αρώματος γίνεται αεράκι ελαφρό και δροσερό, με διαρκώς αυξάνουσαν δροσερότητα. Αυτό ήτο το πρωινόν ποτόν του Ρούντυ.

Δεν έβλεπα επί των σκοτεινών υδάτων το σκάφος, αλλ' οδηγούμενος από του χωρικού την χείρα, διέκρινα τους δύο ιστούς και μου εφάνη ότι κινούνται προχωρούντες με κρεμάμενα επ' αυτών τα ιστία. Εσπεύσαμεν το βήμα και εντός ολίγης ώρας ήμεθα εις την παραλίαν. Δεν ήλθε διά μόνους ημάς το πλοίον εκ Ψαρών.

Μέλος νεκρώσιμον αοράτων πνευμάτων, εν νυκτίαις φοβεραίς ώραις επικαθησάντων, θαρρείς, επί των ακροτάτων της νεώς και θρηνούντων εν ιαχή του ερήμου πελάγους. Αθέατα τελώνια, κρεμάμενα από των πολυσχιδών σχοινίων των αρμένων, αρχίζουν να παίζουν τραγούδια τρελλά, τραγούδια μέθης, αποκρηάς τραγούδια, τραγούδια χορού, ζωής τραγούδια, θανάτου τραγούδια. Ανακατωμένα, σκοτεινά τραγούδια.

Αλλά δις ή τρις της εβδομάδος διά της Άνω Πύλης του φρουρίου εξήρχοντο κ' έβλεπαν κρεμάμενα εκεί, εις τον σκοτεινόν πυλώνα, την κνήμην του «Έλληνος γίγαντος», και το «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, επιφυλαττόμεναι, όταν θα επανέκαμπτον με το καλόν εις την πατρίδα, να διηγώνται κ' αι δύο το πράγμα εις τα εγγόνια των.