United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φθάσας λοιπόν εις τον ποταμόν τούτον ο Δαρείος και στρατοπεδεύσας, ευχαριστήθη πολύ και έστησε και ενταύθα στήλην έχουσαν κεχαραγμένα τα εξής γράμματα· «Αι πηγαί του Τεάρου δίδουσιν ύδωρ άριστον και κάλλιστον από όλους τους ποταμούς και εις αυτάς ήλθεν, οδηγών στρατόν κατά των Σκυθών, ο άριστος και ο κάλλιστος πάντων των ανδρών, ο υιός του Υστάσπους Δαρείος, βασιλεύς των Περσών και όλης της ηπείρουΤαύτα τα γράμματα εχάραξεν εκεί.

Και είσαι βέβαιος, αυθέντα, ότι εχάραξεν ένα . . . ιχθύν; Ω! — Ναι! είπεν ο Βινίκιος, καταστάς περίεργος. Μαντεύεις τι σημαίνει τούτο; — Ναι μαντεύω! ανέκραξεν ο Χίλων. Και ποιήσας υπόκλισιν, προσέθηκεν: — Είθε η Τύχη να σας πληροί πάντοτε με τα δώρα της, αυθένται εκλαμπρότατοι. — Ειπέ να σου δώσουν ένα μανδύαν! είπεν ο Πετρώνιος.

Των πολλών τα συμπόσια Ο στίχος επιτρέχει· Βραχυχρόνιος ηχώ Την σιγήν δεν ετάραξε Της δουλωσύνης. Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε Την Παργινήν ελαίαν, Σεις από τον αθάνατον Λόγον μόνον ετράφητε, Εσείς ω ανδρείοι. Τα συνήθη χωράφια Αφίνοντες εφύγατε Τον ζυγόν, προτιμώντες Την πικράν ξενιτίαν Και την πενίαν. Πλην, της επιστροφής Εχάραξεν η ημέρα. Πάντοτε οι επουράνιοι Μεγαλόθυμον γένος Υπερασπίζουν.

Τι άραγε εχάραξεν επί της άμμου; Μη τυχόν το όνομα του έρωτος; Μήπως μίαν καρδίαν διάτρητον από βέλος; Δεν αγνοώ ότι εν Ρώμη, ως εν Ελλάδι, αι νεάνιδες χαράττουσιν επί της άμμου ομολογίας, τας οποίας το στόμα των διστάζει να εκφέρη. Μάντευσε τι είχε χαράξει. — Ένα ιχθύν. — Τι είπες; — Είπα: ένα ιχθύν. Τούτο μήπως εσήμαινεν ότι παγωμένον αίμα ρέει ακόμη εις τας φλέβας της; Δεν ηξεύρω τίποτε.

Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία! Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια πράγματι εχάραξεν ιχθύν; — Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν. — Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων.

Οι στρογγύλοι οφθαλμοί του Σπόρου έγιναν ακόμη στρογγυλώτεροι, και ο οίνος ευρέθη ενώπιον του Χίλωνος. Ούτος έβρεξε τον δάκτυλόν του εντός αυτού, εχάραξεν ένα ιχθύν επί της τραπέζης, και είπεν: — Ειξεύρεις τι σημαίνει τούτο; — Ψάρι! Μεγάλο πράγμα! . . . είναι ψάρι . . .

Είσαι απολύτως βέβαιος, κύριε, ότι η κόρη εχάραξεν ιχθύν επί της άμμου; — Μάλιστα. — Τότε η Λίγεια είναι χριστιανή. Και εκείνοι που την ήρπασαν είναι οι χριστιανοί. Επηκολούθησε κατάπληξις και σιωπή. — Άκουσε, Χίλων, είπε τέλος ο Πετρώνιος. Ο ανεψιός μου σου υπεσχέθη γενναίον χρηματικόν ποσόν, εάν ανεύρισκες την κόρην, αλλ' όχι ολιγώτερον ποσόν μαστιγώσεων εάν ζητής να τον απατήσης.

Το δίστιχον τούτο, με το οποίον η Σπυριδολενιά εχάραξεν, ως διά μονοκονδυλιάς, την γελοιογραφίαν του νέου, μεταδοθέν από ακοής εις ακοήν, μετά μικρών σκιρτηματικών γελώτων, παρήγαγε πλήμμυραν φαιδρότητος εις τον όμιλον των γυναικών, αίτινες καθήμεναι υπό τον μεγάλον πλάτανον με τα κυριακάτικα των, παρετήρουν τους διερχομένους από το δισταύρι.

Την τέχνην δεν κατέχεις πώς εις την πονεμένην την ψυχήν να φέρης θεραπείαν; Από την μνήμην δεν 'μπορείς να ζερριζώσης λύπην, να σβύσης όσατο μυαλό εχάραξεν η έννοια; Δεν έχεις αντιφάρμακον, λήθης πιοτόν δεν έχεις μέσ' απ' το στήθος το βαρύ να 'βγάζη το φαρμάκι, οπού πλακόνει την καρδιά; ΙΑΤΡΟΣ Ο άρρωστος, αυθέντα, αυτά τα πάθη μόνος του να τα ιατρεύση πρέπει.

Ατελεύτητον σου ανοίγω βιβλίον, — εις το οποίον την πρώτην λέξιν εχάραξεν ο θεός, τας ακολούθους χαράσσει ο άνθρωπος και την τελευταίαν ο διάβολος θα χαράξη! Απέραντον θ' αναπετάσω εικόνα, εις την οποίαν έκαστος προσθέτει μίαν γραμμήν, και αφαιρεί προγενεστέραν. Καλλιτέχνημα του θεού· τερατούργημα του ανθρώπου.