United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού ετελείωσεν η επίδεσις του τραύματος, ο πόνος είχε σχεδόν εντελώς εξαλειφθή. — Δος μοι ακόμη να πιώ, ικέτευσεν εκείνος. Η Λίγεια μετέβη εις το δεύτερον δωμάτιον διά να γεμίση και πάλιν το κύπελλον και ο Κρίσπος, αφού αντήλλαξε λέξεις τινάς μετά του Γλαύκου, επλησίασεν εις την κλίνην. — Βινίκιε, είπεν, ο Θεός δεν επέτρεψε να εκτελέσης κακήν πράξιν.

Ο Βινίκιος εξέσπασεν: — Εβαρύνθην πλέον την Ρώμην, τον Καίσαρα, τας εορτάς, την Αυγούσταν, τον Τιγγελίνον και σας όλους! Πνίγομαι! — Χάνεις τον νουν σου· χάνεις πάσαν κρίσιν και παν μέτρον, Βινίκιε! — Μόνον την Λίγειαν αγαπώ εις τον κόσμον, δεν θέλω άλλην αγάπην· δεν θέλω τον ιδικόν σας τρόπον του ζην, τα συμπόσιά σας, τα όργιά σας και τας κακουργίας σας!

Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία! Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια πράγματι εχάραξεν ιχθύν; — Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν. — Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων.

Ο Τιγγελίνος με ενίκησεν . . . ή μάλλον όχι! Απλώς αι νίκαι μου εγγίζουν εις το τέλος των. Έζησα όπως ήθελον. Θα αποθάνω, όπως μου αρέσκει. Μην το πάρετε κατάκαρδα. » Κανείς Θεός δεν μου υπεσχέθη την αθανασίαν, και ό,τι μου συμβαίνει, δεν είναι απροσδόκητον. Συ, Βινίκιε, πλανάσαι βεβαιών ότι μόνος ο Θεός σας διδάσκει να αποθνήσκωμεν εν γαλήνη. Όχι!

Τι είναι λοιπόν; Είνε από τας απελευθέρας του Πλαυτίου; — Αφού ουδέποτε υπήρξε δούλη, δεν είνε και απελευθέρα. — Τότε; — Δεν ηξεύρω. Βασιλοπούλα . . . — Με εκπλήσσεις, Βινίκιε. — Η ιστορία της δεν είναι πολύ μακρά.

Θα ελάμβανε πρόσκλησιν άλλου είδους, να εκκινήση εις δρόμον πολύ μακρότερον, διά ταξείδιον από το οποίον δεν επιστρέφουν ποτέ· ιδού λοιπόν, είσαι ηναγκασμένος να έλθης εις Άντιον. — Είμαι ηναγκασμένος να υπάγω εις Άντιον . . . Βλέπεις εις ποίους καιρούς ζώμεν . . . είμεθα αγενείς δούλοι! — Αργά το ενόησες, Βινίκιε.

Το κάτω κάτω, η υπόθεσις δυνατόν να υποβληθή εις τον αυτοκράτορα, και διά της επιρροής μου ο Χαλκοπώγων μας θα σου φανή χρήσιμος. — Δεν γνωρίζεις την Λίγειαν, απήντησεν ο Βινίκιος. — Της ωμίλησες ποτέ σου, Βινίκιε; Της εξωμολογήθης τον έρωτά σου; — Την είδα να λούεται, καθώς σου είπα· έπειτα την συνήντησα άλλας δύο φοράς.

Ακούεις, Βινίκιε! διέκοψεν ο Πετρώνιος, δεν το είπα εγώ; — Είνε μεγάλη τιμή δι' εμέ, είπεν ο Χίλων. Η παρθένος, αυθέντα, εξηκολούθησεν, απευθυνόμενος προς τον Βινίκιον, λατρεύει ασφαλώς την αυτήν θεότητα την οποίαν και η πλέον ενάρετος Ρωμαία, η Πομπωνία, αλλά δεν ηδυνήθην να μάθω από τους ανθρώπους της ποίος Θεός είνε ο παρ' αυτής λατρευόμενος και πώς εκαλούντο οι πιστοί του.

Εις την σιγήν, όρτυγες ετρύλλιζον διά μέσου της αμπέλου και ηκούετο ο υπόκωφος κρότος των μύλων της οδού Σαλαρίας. — Βινίκιε, είπεν ο Πέτρος, έχεις πίστιν; — Διδάσκαλε, εάν δεν είχον πίστιν θα ηρχόμην εδώ; — Τότε, έχε πίστιν μέχρι τέλους, διότι η πίστις μετατοπίζει όρη.

Συ, Βινίκιε, δος μου τον βραχίονά σου, διότι αι δυνάμεις μου λείπουν, ο δε Πετρώνιος θα μου ομιλήση περί μουσικής. Ευρίσκοντο τώρα επί του δώματος του παλατιού του πλακοστρωμένου με αλάβαστρον και εστρωμένου με σαφράν. — Εδώ αναπνέει τις καλλίτερα, είπεν ο Νέρων.