United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η αφροσύνη ως αδυναμία, είνέ τι οικτρόν· αλλ' η αφροσύνη ως δύναμις, είνε πράγμα τρομερόν. Έσο μεγαλόψυχυς και μη απελπίζεσαι ποτέ· διά τας μεγάλας ψυχάς υπάρχει πανταχού στάδιον αναγνωρίσεως και νίκης. Και από τον σίδηρον και από τον μόλυβδον ακόμη, ο χρυσός επήνεγκε τας ασφαλεστέρας και ταχυτέρας καταστροφάς επί της γης.

Ως προς δε τας εκστρατείας είναι ορθόν να δοθούν πολλαί συμβουλαί και να τεθούν πολλοί νόμοι, το κυριώτερον δε είναι να μην αφεθή κανείς ανεξάρτητος ούτε άρρην, ούτε θήλυς, ούτε να αποκτήση κανενός η ψυχή την συνήθειαν να κάμνη κάτι μόνος του, αλλά και εις πάντα πόλεμον και εν καιρώ ειρήνης να ζη ατενίζων πάντοτε προς τον αρχηγόν και ακολουθών αυτόν, και να διοικήται και εις τα μικρότερα ζητήματα από εκείνον, λόγου χάριν να στέκεται όταν διαταχθή, και να προχωρή και να γυμνάζεται και να λούεται, και να τρώγη και να εξυπνά την νύκτα διά τας φρουράς και τα συνθήματα, και μέσα εις τους κινδύνους κανείς ποτε· ούτε να καταδιώκη κανένα ούτε να υποχωρή εις άλλον χωρίς να το δηλώσουν οι άρχοντες, και με μίαν λέξιν να διδάξη την ψυχήν του διά της συνηθείας, ότι το να κάμη κάτι ανεξαρτήτως των άλλων δεν πρέπει ούτε να το γνωρίζη ούτε να ημπορή καθόλου, αλλά πρέπει να είναι ομοιόμορφος και κοινός ο βίος όσον το δυνατόν δι' όλους.

Ή την προσεχή Λαμπρήν ή ποτέ· και πάλιν κατά το Πάσχα δεν θα ετελείτο ο γάμος, αλλ' ο επίσημος αρραβών, τον οποίον θα επηκολούθει ο γάμος μετά δύο μήνας. Τότε πάλιν εσκέφθη ο Μανώλης να φύγη εις τα βουνά και να κόψη πάσαν σχέσιν με τους ανθρώπους. Αλλά δεν εβράδυνε να εννοήση ότι του ήτο αδύνατον πλέον ν' απομακρυνθή από το χωριό. Ήτο δεσμώτης.

Ο αποσπώμενος διήρχετο σκυθρωπός, εν ώ οι λοιποί εκάγχαζον· και ότε ίστατο, εκάγχαζε και εκείνος διά τον νεωστί διερχόμενον. Ερωτά το Φάσμα: — Εννοείς τι συμβαίνει εδώ; — Όχι· βλέπω, αλλά δεν εννοώ. — Οι ιστάμενοι κρίνουσι τον διερχόμενον· έκαστος ούτω κρίνει όλους τους άλλους· τον εαυτόν του όμως ποτέ· δεν του μένει πλέον καιρός. Και ο Κώδηξ διαρκώς συνεστέλλετο.

Στροφή Α Ω φιλτάτη πατρίς, Ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε· συ μου έδωκας Την πνοήν, και του Απόλλωνος Τα χρυσά δώρα! Και συ τον ύμνον δέξου· Εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι Την ψυχήν, και βροντάουσιν Επί τας κεφαλάς Των αχαρίστων. Ποτέ δεν σε ελησμόνησα, Ποτέ·Και η τύχη μ' έρριψε Μακρά από σε· με είδε Το πέμπτον του αιώνος Εις ξένα έθνη

Διότι, αφ' ου αγοράση κανείς τρόφιμα από κανένα παντοπώλην ή έμπορον, ημπορεί να τα μετακομίση μέσα εις δοχεία, και, προτού τα φάγη ή τα πίη και ούτω τα δεχθή μέσα εις το σώμα του, ημπορεί να προσκαλέση και τον ειδήμονα να τον συμβουλευθή ποίον δύναται να φάγη ή να πίη και πόσον από αυτό και πότε· ώστε εις την αγοράν τούτων δεν υπάρχει μεγάλος κίνδυνος.

Εξετάζων δε έμαθεν ότι την πρώτην τάξιν κατείχον οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, οι μεν πρώτοι καταγωγής δωρικής, οι δε δεύτεροι Ιωνικής. Τα δύο ταύτα έθνη ήσαν προ πολλού τα μάλλον ένδοξα και κατήγοντο το μεν των Αθηναίων εκ των αρχαίων Πελασγών, το δε των Λακεδαιμονίων εκ των Ελλήνων. Και οι μεν Αθηναίοι δεν μετηνάστευσαν ποτέ· οι δε Λακεδαιμόνιοι πολλάκις μετέβαλον πατρίδα.

ΦΕΡΔΙΝ. Κύριε, θνητή είναι· όμως αθάνατη Πρόνοια ηθέλησε να την κάμη δική μου· την εδιάλεξα όταν ήτον αδύνατο να ζητήσω συμβουλή του πατρός μου· μήτ' έλεγα πως τον είχα· είναι θυγατέρα τούτου του ξακουσμένου δουκός του Μιλάνου, που τόσες φορές άκουσα να δοξάζεται, και δεν τον είχα ιδεί ποτέ· από τον οποίον έλαβα δεύτερη ζωή, και δεύτερον πατέρα μου τον εχάρισε τούτη η κυρία.

Αδίκησ' ο Αμλέτος τον Λαέρτην; Όχι, ο Αμλέτος ποτέ· και αν ο Αμλέτος χάση τον εαυτόν του καιτον εαυτόν του ξένος αδικεί· τον Λαέρτην, πταίστης διά την πράξιν δεν είν' ο Αμλέτος· ο Αμλέτος την αρνείται. Ποιος το 'καμε λοιπόν; Η τρέλλα του· και, αν είναι τούτο, καθώς το λέγω, αληθινόν, ο Αμλέτος ευρίσκεται και αυτόςτο αδικημένο μέρος· η τρέλλα του είν' ο εχθρός του καϋμένου Αμλέτου.

Θα ελάμβανε πρόσκλησιν άλλου είδους, να εκκινήση εις δρόμον πολύ μακρότερον, διά ταξείδιον από το οποίον δεν επιστρέφουν ποτέ· ιδού λοιπόν, είσαι ηναγκασμένος να έλθης εις Άντιον. — Είμαι ηναγκασμένος να υπάγω εις Άντιον . . . Βλέπεις εις ποίους καιρούς ζώμεν . . . είμεθα αγενείς δούλοι! — Αργά το ενόησες, Βινίκιε.