United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Χριστός υπεσχέθη να πίη με τους εκλεκτούς του καινόν το γέννημα της αμπέλου εν τη βασιλεία του Πατρός του, και οι υμνωδοί έψαλλαν: «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ! δίδου ημίν εκτυπώτερον σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της Βασιλείας Σου!». Εις του Γιάννη της Παντελούς το στενό έβγαινε μία Καντίνα με τον λευκόν φερετζέν και το γιασμάκι της και τούτο πολύ συχνά, σχεδόν κάθε μήνα.

Αυτό λογιάζω πως να σου φαίνεται δύσκολον να το πιστεύσης, μα είναι εύκολον να σε κάμω να βεβαιωθής· κράξε τον Βελή, και υποχρέωσέ τον διά να φάγη και πίη έμπροσθέν σου από εκείνα τα φαγητά που έμειναν, και θέλεις ιδεί τι του θέλει συμβή.

Και ο υιός της, πρωτότοκος, ήγγιζεν ήδη το εικοστόν έτος. Και ήδη έχανε τον νουν του κ' εζητούσε να νυμφευθή. Του είχαν κάμει μάγια, αι γυναίκες, από τον Πέρα Μαχαλάν. Και του είχαν σηκώσει τα μυαλά του. Ποιος ηξεύρει τι μαγγανείας του έκαμαν, και τι του έδωκαν να πίη. Εγνώριζαν εκείναι από μαγείας . . .

Θάρθη τότες αυτός λένε όσοι έρχονται σ' εμάς από την πολιτεία. Τότε θα γίνουν αντρόγυνο· τώρα ας αγαπιούνται σαν αδέρφια. Μάθε μονάχα τούτο, Δρύαντα· βιάζεσαι για παλληκάρι, που είναι καλύτερο από μας. Αφού τόσα είπε, τον εφίλησε και τούβαλε να πιή, επειδή ήταν πια μεσημέρι και τον ξεπροβόδισε ίσαμε παραπέρα, κάνοντάς του κάθε περιποίηση.

Προς ασφάλειαν των ανταλλασσομένων όρκων πράττουσι τα εξής· δίδει να πίη εκ της χειρός του, και αυτός πίνει εκ της χειρός του άλλου· εάν όμως δεν έχωσι κανέν υγρόν, λαμβάνοντες κόνιν εκ της γης, λείχουσιν αυτήν.

ΜΕΝ. Ησύχασε, Τάνταλε, διότι ούτε συ, ούτε άλλος εκ των νεκρών θα πίη ποτέ• είνε αδύνατον• μολονότι δεν είνε όλοι όπως συ καταδικασμένοι να επιθυμούν το νερόν και αυτό να τους αποφεύγη. 18. &Μενίππου και Ερμού.& ΜΕΝ. Δεν μου λες πού είνε οι ωραίοι νέοι και η εύμορφες γυναίκες, Ερμή; Οδήγησε με διότι είμαι νεοφερμένος.

Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη Κ' εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα. Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του Καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ... Χαρά ’ς το χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση! Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Τα νειώτα, τη θωριά του Τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφίνουν Κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του.

Έγερνε ο ήλιος φλογερός, απανωθιώ στη δύση, Πανώριος, αχτιδόπνιχτος, αστραποφορεμένος, Σα βασιλιάς περήφανος, άξιος και παλληκάρι. Από τες νίκες τες πολλές και την πολλή τη δόξα, Όταν γυρίζη αγέρωχος στα ολόχρυσα παλάτια, Ν’ αναπαυτή χαρούμενος πο τους πολλούς του κόπους, Να φάη να πιή και να ριχτή, σ’ ολόχρυσο κρεββάτι.

Ότε δε οι διεφθαρμένοι συμπολίταί του, μη ανεχόμενοι αυτόν στηλιτεύοντα την κακίαν και διδάσκοντα την αρετήν, τον κατεδίκασαν να πίη το κώνειον, « ουδέν πάθος, είπεν ο Σωκράτης, ουδέν αίσθημα εκδικήσεως αισθάνομαι κατά των κατηγόρων και δικαστών μου· ούτε ν' αντιδικώμεν, ούτε να κακοποιώμεν πρέπει τινά, ό,τι δήποτε και αν πάσχωμεν υπ' αυτών. » Και διά των χριστιανικωτάτων αυτών λόγων επεσφράγισεν εν τη φυλακή τον ενάρετον αυτού βίον.

Είναι αληθές, απήντησεν ο Μονάρχης, ωσάν ν' ανεκουφίσθη από την εξήγησιν αυτήν· αλλά, μα την ιπποτικήν τιμήν μου, θα ωρκιζόμην ότι ήτο αυτός εδώ ο αλήτης που έτριξε τα δόντια. Εξ άλλον εβεβαίωσεν ότι θα πίη όσο ήθελαν κρασί. Ο μονάρχης ησύχασε, και ο Χοπ-Φρωγκ, αφού εκένωσε και άλλο ποτήρι, χωρίς να φανή δυσαρεστημένος, εισήλθεν αμέσως και με μεγάλην επιτηδειότητα εις τα σχέδια της μασκαράτας.