Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Πότε να κάμουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ της Δέρφης το βουνό, να μου διαβούν οι πόνοι! Ο νέος αφήκε βαθείαν πνοήν, ομοίαν με στεναγμόν. — Α! ξεχνώ που κοντεύω να σε ξεπλατίσω στο κουπί, είπεν η Λιαλιώ... Αλήθεια, εγώ κάνω σαν τρελλή... Τα χεράκια σου δεν είνε για το κουπί, κυρ Μαθιέ. Ο νέος διεμαρτυρήθη·

Κι' όπως λιοντάρι π' απαντάει ατσόπανα κοπάδια, 485 πρόβατα ή γίδια, αιμόδιψο τους ρήχνεται στη μέση, έτσι έπεσε και του Τυδιά ο γιος απάς στους Θράκες ως πούφαγε άντρες δώδεκα, ενώ ο σοφός Δυσσέας, όπιον ζυγώνοντας σιμά μαχαίρωνε ο Διομήδης, πίσω του αφτός τον έπιανε απ' το ποδάρι, κι' όξω 490 τόνε τραβούσε, τι ήθελε τ' ασπροτριχάτα ζώα με δίχως κόπο να διαβούν, κι' όχι κορμιά πατώντας να φοβηθούν· τι από νεκρούς δεν ήξεραν ακόμα.

Την ξενητιά αυτή που θα περάσουν χρόνια και χρόνια και θα της τον κρατά ακόμα, που θα περάσουν χρόνια και θα διαβούν και θα πετάξουν τα κάλλη της, και θάρθη να την βρη αυτή γριά κι άσκημη, μ' αδειανή καρδιά και με γεμάτο το κομπόδεμα εκείνος.

Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικάίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώραώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν.

Ο νέος έλαβε την τόλμην να την παρακαλέση·Πώς το έλεγες εκείνο το τραγούδι, που τραγουδείς κάποτε; — Ποιο τραγούδι; — Το τραγούδι... που λέει για πανιά, για τιμόνι... και για τα πέρα βουνά, εψέλλισεν ο νέος. Και πάραυτα ήρχισε μετά τρυφεράς μεσοφωνίας, μετά ψιθύρου παθητικού τόνου να υποτερετίζη: Πότε θα κάμωμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!

Και από το σύδενδρο νησίταις κορυφαίς του Ολύμπου ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα. της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310 έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη• ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα•αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη• ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315 μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω, κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε. και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν, μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε• «'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320 είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μουτην Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση• φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου, και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα• «ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325 πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα! και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει, άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα• πλην συτα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία. συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330 'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη. αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335

Τι ενώ ζητούσαν να διαβούν, να! απ' τα ζερβά τούς βγήκε 200 κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι στα νύχια κόκκινο χοντρό, που ζωντανό έτσι ακόμα σπαρτάριζε μα την αντριά δεν είχε χάσει ωστόσο· τι ενώ το βάσταε, πίσω αφτό γυρνάει κι' εκεί στο στήθος 204 τον τρώει, στα πλάγια του λαιμού, κι' αφτός μακριά του χάμου τ' αμόλησε μες στου στρατού, σαν πόνεσε, τη μέση, και πήρε δρόμοκρώζονταςμε τ' αγεριού το χνώτο.

Ενθυμείτο τους στίχους τούτους, αλλά δεν ήθελε να τους τραγουδήση. Του εφαίνετο ότι δεν έχουν πλέον τον τόπον των. Τουναντίον, το άσμα της νυκτός εκείνης έκρινεν ότι ήτο προσφυέστατα το προσφιλές άσμα της Λιαλιώς: Πότε να κάμουμε πανιά, να πιάσω το τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!

Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη Κ' εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα. Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του Καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ... Χαρά ’ς το χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση! Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Τα νειώτα, τη θωριά του Τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφίνουν Κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του.

Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικάίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώραώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν