United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν πέρασαν η κάψαις, και πιάνουν η βροχαίς, Καιρών ενάντιων ζάλαις, ανέμων ταραχαίς, 130 Ο λαλητής ευρέθη, μην έχοντας σπειρί, Της πείνας να ψοφήση, σε κίντυνο βαρύ. Στο σοδιαστή προστρέχει, του λέει, παρακαλώ, Μην αρνηθής να κάμης σ' εμένα ένα καλό. Με ξάφνισαν τα κρύα, προμιού το φανταστώ, 135 Και να χαθώ κοντεύω, αν δεν καταφταστώ.

Κοντεύεις, Δημητράκη; — Πού να κοντεύω, αδελφή! ακόμη δεν ξυρίσθηκα. Έπειτα, δεν βλέπω κι' όλα, και κατακόπηκα . . . — Ου, καϋμένε! Έλα 'δω που έχει περισσότερον φως. — Αυτού; και πού να σταθώ; εις τον αέρα; — Έλα, έλα τώρα, και σου κάμνω τόπον. Εγώ ετελείωσα σχεδόν· μόνον την τραχηλιά μου έχω να βάλω.

Σαν πέρασαν η κάψαις, και πιάνουν η βροχαίς, Καιρών ενάντιων ζάλαις, ανέμων ταραχαίς, Ο λαλητής ευρέθη, μην έχοντας σπειρί, Της πείνας να ψοφήση, σε κίντυνο βαρύ. Στο σοδιαστή προστρέχει, του λέει, παρακαλώ, Μην αρνηθής να κάμης, σ' εμένα ένα καλό. Με ξάφνισαν τα κρύα, προμιού το φανταστώ, Και να χαθώ κοντεύω, αν δεν καταφταστώ.

Πότε να κάμουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ της Δέρφης το βουνό, να μου διαβούν οι πόνοι! Ο νέος αφήκε βαθείαν πνοήν, ομοίαν με στεναγμόν. — Α! ξεχνώ που κοντεύω να σε ξεπλατίσω στο κουπί, είπεν η Λιαλιώ... Αλήθεια, εγώ κάνω σαν τρελλή... Τα χεράκια σου δεν είνε για το κουπί, κυρ Μαθιέ. Ο νέος διεμαρτυρήθη·

Κατά πρώτον μεν, είπεν ο Σωκράτης, να μη μας συμβή τούτο, να βάλωμεν μέσα εις την ψυχήν μας την ιδέαν, ότι από τας λογικάς σκέψεις κοντεύει καμμία να μη είναι σωστή, αλλ' ας έχωμεν πολύ περισσότερον την ιδέαν ότι ημείς έως τώρα δεν είμεθα ακόμη υγιείς κατά τον νουν και ας επιδιώξωμεν με γενναιότητα και προθυμίαν να γείνωμεν υγιείς, σεις μεν λοιπόν και οι άλλοι και ένεκα ολοκλήρου της μετά ταύτα ζωής σας, εγώ δε ένεκα του ιδίου του θανάτου, διότι εις την παρούσαν στιγμήν κοντεύω ως προς τούτο να μη είμαι φιλόσοφος, αλλά, όπως οι όλως διόλου αμαθείς, άνθρωπος φιλόνεικος.

Και ο Αγάθων τότε: — Κοντεύω να δεχθώ, ω Σώκρατες, ότι δεν γνωρίζω τίποτε από αυτά που είπα τότε. — Πολύ σωστά λέγεις, ω Αγάθων. Αλλ' απάντησέ μου εις μίαν μικράν ερώτησιν ακόμη. Τα αγαθά δεν σου φαίνεται ότι είνε και ωραία; — Έτσι νομίζω. — Εάν λοιπόν ο Έρως στερήται κάθε ωραίου, τα δε αγαθά είνε και ωραία, δεν είνε δυνατόν παρά να στερήται και των αγαθών.

Ήρχισε ο νους του να σαλεύη. ΓΛΟΣΤ. Και μη δεν έχει αφορμήν; Τον θάνατόν του θέλουν αι δύο θυγατέρες του! — Αχ, Κεντ καλέ, πού είσαι; Καλά τα επρομάντευες, εξόριστε καϋμένε! — Του βασιλέως μας ο νους εσάλευσε, μου λέγεις· αλλά κ' εγώ που σου 'μιλώ να τρελλαθώ κοντεύω. Ο υιός μου... πλην τον έδιωξα! Να με σκοτώση 'θέλησε. Τον αγαπούσα, φίλε, δεν δύναται πλειότερον πατέρας ν' αγαπήση!

Ο αφέντης θέλει δουλειά από τον δουλευτή γιατί φοβάται μήπως οκνέψη με την ακαμοσιά. Φαντάσου όμως αν ήταν καλοσύνη τι δρόμο θα επαίρναμε τόρα και πώς θα ετρόμαζεν άξαφνα την ονειροπλανεμένη σου συνείδησι η αυστηρή φωνή της καμπάνας για την αλλαγή. Τόρα τουλάχιστον έχω ελεύθερο τον νου να τον προσηλώσω στο σπίτι μου. Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν το άπραγο παιδί.

Όταν κάτι με στενοχωρή και κοντεύω να δυσθυμήσω, αναπηδώ και τραγουδώ ένα δύο μελωδίας του χορού, περιπατούσα εις τον κήπον, και έτσι μου περνάει αμέσως. — Τούτο ήθελα και εγώ να είπω, επρόσθεσα· συμβαίνει με την δυσθυμίαν ακριβώς ό,τι και με την οκνηρίαν, επειδή είναι είδος οκνηρίας.