United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουδ' ηδύνατο να καθήση εις την έδραν κουρείου ή την τράπεζαν καφενείου χωρίς να ευρεθή αντιμέτωπος πατριώτου του Μιχαήλ Αγγέλου και του Κορεγίου ζητούντος την άδειαν να εικονίση αντί τριδράχμου την ε υ γ ε ν ή κ α ι ε κ φ ρ α σ τ ι κ ή ν κ ε φ α λ ή ν τ ο υ ή να ψοφήση ο σκύλος, ο γάτος ή ο ψιττακός του χωρίς να δεχθή αυθημερόν την επίσκεψιν του προτείνοντος να βαλσαμώση το λείψανον τ ο υ α ξ ι ε ρ ά σ τ ο υ ζ ώ ο υ.

Σε ξαναέχω, κόρη μου; Διά να μας χωρίσουν τον κεραυνόν εξ ουρανού αν ημπορούν ας φέρουν! Ω, στέγνωσε τα 'μάτια σου! — Η λώβα να τους φάγη και κρέατα και κόκκαλα, να τους ψοφήση η πείνα, πριν τρέξουν εξ αιτίας των τα δάκρυά μας!... Έλα! Άκουσ' εμένα. Το χαρτί οπού σου δίδω πάρε και φύλαξέ το. Πήγαινετην φυλακήν μαζί των. Ένα βαθμόν σ' ανύψωσα.

Ως τόσον ενύκτωσε και το άλογόν μου εκινδύνευε να ψοφήση από την πληγήν και τον κόπον και στοχαζόμενος να φυλάξω την ζωήν μου έφυγα πεζός μέσα εις το δάσος αρκετόν διάστημα διά νυκτός με το φως των αστέρων. Αλλ' όταν κουράσθην μη δυνάμενος πλέον να περιπατήσω, εστοχάσθηκα να αναπαυθώ ολίγον, αλλ' επειδή εφοβούμουν τα θηρία ανέβηκα επάνω εις ένα δένδρον και εκεί εξενύκτησα.

Όσοι βρίσκονται στην πόλι μερδικό θα παίρνουν όλοι, που τον ένα να μη βλέπης βουτηγμένον στον παρά, και τον άλλον φουκαρά. Ούτ' ο ένας νάχη αμπέλια και χωράφια για να ζήση, και ο άλλος να μην έχη ούτε τάφο, σαν ψοφήση. Ούτ' αμέτρητους τους δούλους νάχη πλέον ο μεγάλος, κι' ούτ' ακόλουθον ο άλλος. Τη ζωή κοινή θα κάνω, και δεν θάχη διακρίσεις, ούτε κάτω, ούτ' απάνω.

Σαν πέρασαν η κάψαις, και πιάνουν η βροχαίς, Καιρών ενάντιων ζάλαις, ανέμων ταραχαίς, Ο λαλητής ευρέθη, μην έχοντας σπειρί, Της πείνας να ψοφήση, σε κίντυνο βαρύ. Στο σοδιαστή προστρέχει, του λέει, παρακαλώ, Μην αρνηθής να κάμης, σ' εμένα ένα καλό. Με ξάφνισαν τα κρύα, προμιού το φανταστώ, Και να χαθώ κοντεύω, αν δεν καταφταστώ.

Κου κου, εφωναξαν και αι δύο εμπρός εις τον περιστερεώνα. Το ηκούσατε περιστέρια; το ηκούσατε ; Κου, κου! μία όρνιθα εμάδησεν όλα τα πτερά της διά χάριν του πετεινού, θα ψοφήση από το κρύον, αν δεν εψόφησεν έως τώρα. — Κου, κου! Πού; πού; ηρώτησαν τα περιστέρια. — Εις τον πλαγινόν ορνιθώνα. Την είδα σχεδόν. Είναι εντροπή και να το διηγήται κανείς, αλλά είναι αληθέστατον!

Αδύνατον είνε να ανακαλέσω εις την μνήμην μου τας τοιαύτας παρά την θύραν παντός ετοιμοθανάτου συνελεύσεις πειναλέων Ιταλών, χωρίς να ενθυμηθώ συγχρόνους το δημοτικόν δίστιχον· Ωσάν κοράκοι κάθουνται τριγύρω του κρεββάτου Και καρτερούν κι' εγδέχονται το πότε θα ψοφήση.

Σαν πέρασαν η κάψαις, και πιάνουν η βροχαίς, Καιρών ενάντιων ζάλαις, ανέμων ταραχαίς, 130 Ο λαλητής ευρέθη, μην έχοντας σπειρί, Της πείνας να ψοφήση, σε κίντυνο βαρύ. Στο σοδιαστή προστρέχει, του λέει, παρακαλώ, Μην αρνηθής να κάμης σ' εμένα ένα καλό. Με ξάφνισαν τα κρύα, προμιού το φανταστώ, 135 Και να χαθώ κοντεύω, αν δεν καταφταστώ.