United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία. — Όχι εγώ θα μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται κ' εκείνοι. Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.

Επέσαμεν και οι δύω κατά γης και ήρχισα να γρονθοκοπώ, να λακτίζω και να δαγκάνω. Ο αντίπαλός μου εξαφνισθείς, αντί να μ' αποδώση τα ίσα, επροσπάθει πολύ μάλλον να σωθή από τας χείρας μου. Ουδέ τούτο όμως θα το κατώρθωνεν, αν δεν έτρεχαν οι μάρτυρες με πολύν κόπον να μας χωρίσουν».

Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται κ' εκείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι· επανάστασι στην Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας βαρύς από το φαγοπότι, εκοιμόταν εκείνη την ώρα, γειρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου. Ακούει τον καυγά, πετάεται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα «να σουτου ενός, «να σου!» τ' αλλουνού, τους αλωνίζει όλους.

Τρεις πόλεμοι εμφύλιοι από αέρος λόγια, Μοντέκη εξ αιτίας σου, — κ' εσένα Καπουλέτε, — την ησυχίαν τρεις φοραίς ετάραξαν της χώρας, κ' ηνάγκασαν τους γέροντας κατοίκους της Βερώνας, ν' αφήσουν τα ειρηνικά στολίδια που τους πρέπουν, και με κοντάρια παλαιά κ' ειρηνοσκουριασμένατα γηρασμένα χέρια των, να θέλουν να χωρίσουν την σκουριασμένην έχθραν σας! — Εάν συμβή και πάλιν τους δρόμους να ταράξετε με τα μαλώματά σας, της ταραχής η πληρωμή θα είν' η κεφαλή σας!

Ξέχασες πως είμαι φτωχοκόριτσο και ξένο, πως μ' έφεραν εδώ για να συντροφέβω την Ελένη, να κάθουμαι μαζί της; Έχουμε καιρό. Βλέπουμε κατόπι. Αν το πης, θα μας χωρίσουν και μου αρέσει τόσο να μιλής και να σε κοιτάζω! Ίσως πάλε φταίω γω που σ' άκουσα εκείνο το βράδυ, που αποκρίθηκα ναι. Τι να κάμω; Αχ! δεν ξέρεις· μου φαίνουνταν τόσο παράξενο! Δε φαντάζουμουν πως θα μ' αγαπήση κανένας.

Μπήκαν οι άλλοι να τους χωρίσουν, αλλά κι' αυτοί χωρίσθηκαν σε δυο: άλλοι με τον έναν κι άλλοι με τον άλλον. Εκείνος οπού είχε βρη την σακκούλα επέμενε να βαστάη τα μισά, λέγοντας: Δικαιούμαι να βαστάξω τα μισά, διότι αν δεν το φανέρονα, ότι ηύρα την σακκούλα, μπορούσα να τα φάω όλα τα χρήματα, που είχε μέσα.

Φετάνης και Γκεσούλης κουτρουβαλιάστηκαν στα σκαλοπάτια. Έτρεξαν να τους χωρίσουν άντρες και γυναίκες από μέσα από το σπίτι, κι' ο Φετάνης, για να γλυτώση, έβγαλε το φονικό του μαχαίρι να χτυπήση τον Γκεσούλη, τον μόνο μάρτυρα του κακουργήματός του.

Πολλοί δε πάλιν εξακολουθούν να είναι φίλοι, όταν από την συνήθειαν αγαπήσουν ο είς τα ήθη του άλλου, εάν είναι όμοιοι εις αυτά. Όσοι δε δεν ανταλλάσσουν την ηδονήν αλλά την χρησιμότητα εις τα ερωτικά, αυτοί και ολιγώτερον διατηρούνται. Δηλαδή οι από χρησιμότητα φίλοι χωρίζουν, μόλις χωρίσουν τα συμφέροντά των. Διότι αυτοί δεν ήσαν φίλοι των ατόμων των, αλλά της ωφελείας.

Σε ξαναέχω, κόρη μου; Διά να μας χωρίσουν τον κεραυνόν εξ ουρανού αν ημπορούν ας φέρουν! Ω, στέγνωσε τα 'μάτια σου! — Η λώβα να τους φάγη και κρέατα και κόκκαλα, να τους ψοφήση η πείνα, πριν τρέξουν εξ αιτίας των τα δάκρυά μας!... Έλα! Άκουσ' εμένα. Το χαρτί οπού σου δίδω πάρε και φύλαξέ το. Πήγαινετην φυλακήν μαζί των. Ένα βαθμόν σ' ανύψωσα.

Ο Κουλούφ εις αυτήν την είδησιν δεν ηθέλησε ούτε απόκρισιν να του δώση, και ακολούθησε διά να ευφραίνεται με την Δηλαράν· μα αιφνιδίως αγροίκησε να του παύση η χαρά, και μία θανατηφόρος θλίψις τον επερικύκλωσεν, και με αναστεναγμόν είπεν· αχ, Κυρά μου, καταλαμβάνω που οι εδικοί σου βιάζονται διά να μας χωρίσουν.