United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εντός ολίγων ημερών θα δώσουν εις τους πραιτωριανούς την διαταγήν να αλυσοδέσουν τους γέροντας, τας γυναίκας και τα παιδία και να τους οδηγήσουν εις τον θάνατον. Αυτό ήτο το έργον του δευτέρου τούτου Ιούδα.

Άπλωσε η νύχτα το βαθύ σκοτάδι τηςτη φύσι, Και 'σαν διαμάντια ελάμπανετον ουρανό τ' αστέρια, Το φεγγαράκι χαρωπό φωτάει το 'ρημοκκλήσι, 'Στά κορφοβούνια του Ζυγού από βραδύς βγαλμένο· Φυσάει τ' αγέρι της νυχτιάςτα φύλλα μυρωμένο, Κεκείνα σειούνται, κ' οι ίσκοι τουςτης εκκλησιάς τους τοίχους, Διαβαίνουν 'σάν φαντάσματα· καίν' μέσα τα καντήλια, Κι' ο γέροντας Καλόγηρος με τα χλωμά του χείλια Ψαίλνει για τον Εσπερινό με λυγωμένους ήχους. ............................................. Σταυροκοπιέται· απόψαλε και βγαίνειτην αυλή, Θωράτε τον.

Θέλει ο Γέροντας να ειπή· Η φωνή του είχε κοπή, Δεν μπορεί ν' ακολουθήση, Μήτε λόγο να μιλήση. 610 Οι υγοί του τον κρατάν· Του φωνάζουν· τον ρωτάν· Μον ο γέρος τελειόνει Τη ζωή του, και νεκρόνει. Του πατρός τους το χαμό 615 Με καρδιάς πολύν καϋμό Τα ορφανά παραπονιούνται, Και σε κλάυματα κινιούνται·

Μεταξύ των αρχαίων προγόνων μας, εξηκολούθησε λέγων ο γέρων, οι Σπαρτιάται διεκρίνοντο διά το προς τους γονείς και εν γένει διά το προς τους γέροντας σέβας των· και διά τούτο οι Σπαρτιάται ήσαν και περισσότερον παντός άλλου λαού αφωσιωμένοι εις την πατρίδα των.

Εις το τέλος της ημέρας ο γέροντας περιβολάρης ήλθε και με έκραξε διά να δειπνήσωμεν και φέροντάς με εις την άκρην μιας βρύσης πολλά κρύας που εις το περιβόλι ήτον, ηύραμεν εκεί ένα σοφάν εξαπλωμένον επάνω εις τα χόρτα με διάφορα φαγητά· και εκαθήσαμεν διά να φάμεν.

Αληθινά, αποκρίθηκε ο Γέροντας, δεν έχω αιτίαν να παραπονεθώ της Τύχης μου, μολοντούτο δεν είναι η μοναχή απόληψη των καλών, οπού κατασταίνει την ευτυχίαν του ανθρώπου, αλλά χρειάζεται και να ευχαριστιούμεστε στην κατάσταση οπού βρεθούμε, αποδιώχνοντας όσα ημπορούν να μας ενοχλήσουν.

Και ναι μεν, νομίζω πούτε καν δε θα προσβάλη αυτός τις πύλες, κι όχι βέβαια από δειλία, μα ξέρει πως ανάγκ’ είναι να σκοτωθούνε, αν θα καρποφορήσουν οι χρησμοί του Φοίβου° όμως σ’ αυτόν αντίκρυ θυρωρό θα τάξω εχθρόξενο το δυνατό Λασθένη, που είναι στη γνώση γέροντας, μα έχει κορμί ενός νέου γοργοπόδαρη ορμή κι όχι οκνηρό το χέρι τ’ απόσκεπα ν’ αρπάξη εχθρού με το κοντάρι° κ’ ή να σωπαίνει ή τα πρεπά αγαπά να λέη° μα η νίκη δώρο του θεού στον άνθρωπο είναι.

'Σ τ' αστέρια απάνου έφταναν τα κλάματα κ' οι θρήνοι Εδώ χωρίζει ο γέροντας πατέρας το παιδί του, Εκεί ο νηός την ώμορφη την αγαπητική του, Αλλού η μανάδες παίρνουνετους ώμους τα μικρά τους, Κλαίγουν αυταίς το χωρισμό, σκούζουν και τα παιδιά τους Κ' είν' όλοιταις γιορτιάτικαις ντυμένοι φορεσιαίς τους, Λες και σε γάμο 'κίνησαν, λες παν' σε πανηγύρι.

Όταν εκεί που εσμίγανε οι τρεις οι δρόμοι ο βασιλεύς εσίμωσε, τότ’ ένας κήρυξ κ’ ένας που εκαβαλίκευε σ’ένα πουλάρι, ως λέγεις, μ’ απαντήσανε. Κι από τον δρόμον με βίαν εγυρεύανε να μ’ αποδιώξουν κι ο ηγεμών κι ο γέροντας. Χτυπώ εγώ τότε τον ηνίοχον, όπου ζήταε να μ’ αποδιώξη° καθώς με βλέπει ο γέροντας να πλησιάζω το άρμα, παραφυλάγοντας με το μαστίγι, στην κεφαλήν ανάμεσα κτυπά με.

Τη θέσι μου »'Τ αξίωμά μου χάνω,» « Σεις! πρώτοι, σεις αδέλφια μου, » Γκούρα μου· και Κωλέτη, . » Σεις, πρώτοι σεις σκωθήκαταν » Απάνω μου. Σεις πρώτοι »'Στή φυλακή μ' ερρίξαταν » Μ' εκάματαν δεσμώτη! » Σεις, πρώτοι του θανάτου μου » Γενήκαταν οι αίτιοι! . . .» Και να!, όλος γεράματα Με 'σκορπισμένη χαίτη Σηκόνετ' ένας γέροντας. 'Σάν έλατ' ωρθωμένο. Με μέτωπο 'περήφανο. Κι' απάνω χιονισμένο.