United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχαμε ταξιδέψει σε μεγάλες πολιτείες, είχαμε πάει στα μουσεία, που έχουν μέσα αραδιασμένα όλα τα πιο παράξενα πράματα του κόσμου, πηγαίναμε στα μεγάλα θέατρα, που βγαίναν' ανθρώποι, ντυμένοι με παράξενα ρούχα, και μιλούσαν και μάλλωναν και σκότωνε ο ένας τον άλλον και κλαίγανε και γελούσαν και κάποτε χόρευαν κ' έκαναν ό,τι μπορεί να φαντασθή άνθρωπος.

Ο Έφις καθόταν σε μικρή απόσταση από αυτούς και τους κοίταζε σοβαρός. Τους αναγνώρισε, τους είχε ξαναδεί στο πανηγύρι του Ριμέντιο: ήταν δυο ζητιάνοι ντυμένοι κόσμια σαν αστοί, με τιρκουάζ παντελόνια και σακάκια βελουτέ.

Πράγματι δε ο Σαϊτονικολής, δείξας εις τον υιόν του ένα εκ των γερόντων εκείνων, όστις διήρχετο στηριζόμενος επί βακτηρίας, του εψιθύρισε με φωνήν σοβαράν, εις την οποίαν επάλλετο η εκδίκησις: — Θωρείς πώς ήσανε ντυμένοι στα μαύρα οι Χριστιανοί τον καιρό της γιανιτσαριάς, για να μη τση σκοτώνουν οι Τούρκοι;

Είμαι πολύ ευχαριστημένος που σούκανε καλό η επίσκεψί μου και ξαναδυνάμωσες λιγάκι. Άλλοτε τα ξαναλέμε. Σου έφερα εδώ ένα χορόν που τον συνήντησα κατά τύχην. Αυτός θα σου διαλύση την λύπη και θα προδιαθέση καλύτερα την ψυχή σου για όσα έχομε να πούμε. Είναι Αιγύπτιοι ντυμένοι σαν Μαυριτανοί, χορεύουν και τραγουδούν και είμαι βέβαιος πως θα ευχαριστηθής πολύ.

Θα σας κάνω το διερμηνέα, λέγει στον Αγαθούλη. Ας μπούμε· είναι ταβέρνα. Ευθύς δυο γκαρσόνια και δυο κοπέλλες του ξενοδοχείου, ντυμένοι χρυσά φορέματα, με μαλλιά δεμένα με κορδέλλες, τους προσκαλούνε να κάτσουνε στο τραπέζι.

'Σ τ' αστέρια απάνου έφταναν τα κλάματα κ' οι θρήνοι Εδώ χωρίζει ο γέροντας πατέρας το παιδί του, Εκεί ο νηός την ώμορφη την αγαπητική του, Αλλού η μανάδες παίρνουνετους ώμους τα μικρά τους, Κλαίγουν αυταίς το χωρισμό, σκούζουν και τα παιδιά τους Κ' είν' όλοιταις γιορτιάτικαις ντυμένοι φορεσιαίς τους, Λες και σε γάμο 'κίνησαν, λες παν' σε πανηγύρι.

Ο Αγαθούλης καταμουσκεμένος, εσύρθηκε την άλλη μέρα προς την γειτονική πόλη Βαλντμπεργ-κοφφ-τραρμπει-ντικντόρφφ, απένταρος, πεθαμένος από πείνα και κούραση. Σταμάτησε θλιβερά στην πόρτα μιας ταβέρνας. Δυο άνθρωποι, ντυμένοι γαλάζια, τον παρατήρησαν: — Σύντροφε, λέγει ο ένας, να ένας νέος πολύ καλοφκιασμένος και που έχει το απαιτούμενο ανάστημα.

Forbes- Robertson, Conway, George Alexander και άλλοι, για να μην αναφέρουμε παλαιότερους καλλιτέχνες, μπορούν να κινούνται άνετα και με γούστο ντυμένοι τη φορεσιά οποιουδήποτε αιώνος· μα είναι και μερικοί, όχι κι ολίγοι, που φαίνονται από τα χέρια τους φοβερά στενοχωρημένοι, όταν δεν έχουν τσέπες στα πλάγια, και που φορούνε πάντα τα ρούχα τους σαν να ήταν στολές.

Ήταν όλοι συναγμένοι εκεί, επίσημα ντυμένοι, σοβαροί στα καθήκοντά τους. — Νεκρή είνε, και θαρρεί κανείς πως κοιμάται· είπε ο Χαγάνος σιγαλά στο διπλανό του. — Όπως η ζωή της ήταν ύμνος στη Δημιουργία, έτσι κι ο θάνατός της είνε ύμνος στο Χάρο· επρόσθεσε ο Περαχώρας. — Αν είν' ο Χάρος να στολίζη έτσι το θάνατο, βέβαια ο θάνατος είνε προτιμότερος από τη ζωή· εσυμπέρανε ο Βασίλης ο Ζάρακας.

Χορός από διάκους, ντυμένους κατάμαυρο κοντό χιτωνίσκο, με κοντές χειρίδες και με ένα λευκό πανί ριγμένο στο δεξί τον ώμο, στέκονται στην αρχή του δρόμου, κοντά στο βράχο. Είνε όλοι νέοι, ξυραφισμένοι, με τα μαλλιά κοντά κομμένα και στην κορυφή του κεφαλιού έχουν ξυραφισμένον ένα κύκλον μικρό. Μπροστά δύο γηραλέοι με γενειάδα, ντυμένοι ραβδωτές χλαμύδες, είνε οι Πρεσβύτεροι.