United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωστόσο ο Αγαθούλης υπερτερούσε κάπως τον Μαρτίνο, στο ότι έλπιζε πάντα να ξαναϊδή τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, ενώ ο Μαρτίνος δεν έλπιζε τίποτα: επί πλέον είχε χρυσάφι και διαμάντια· και μολονότι είχε χάσει εκατό μεγάλα πρόβατα κόκκινα, φορτωμένα από τους πιο μεγάλους θησαυρούς της γης, μολονότι είχε πάντα στην καρδιά του την ατιμία του ολλανδού πλοιάρχου, ωστόσο, σαν συλλογιζόταν αυτά, που του μείνανε στις τσέπες, και σαν μιλούσε για την Κυνεγόνδη, μάλιστα στο τέλος του φαγητού, έκλινε τότε προς το σύστημα του Παγγλώσση.

Άλλοι εξ αυτών έφερον σάκκους πλήρεις, άλλοι εκρατούσαν ως ράβδους υψηλά κοντάρια, κ' η τσέπες των αμπαδένιων επανωφορίων και περισκελίδων των, εφαίνοντο κάπως φουσκωμένες. Είχαν βγάλει από τα κοντάρια τους γάντζους και τα καμάκια, και τα έφερον εις της τσέπαις των, ίσως διά να μη δίδουν υποψίας. Δύο εκ τούτων εκράτουν ανά μίαν απόχην, και άλλοι εβάσταζον κουβαριασμένα χονδρά σχοινία, πισσωμένα.

ΧΡΕΜΗΣ Για ιδές εκεί χιτώνιο που τώχει! μα τούτο είνε γυναικός. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Το πήρ’ αντί της χλαίνης στο σκότος. Συ πούθ' έρχεσαι και τάχα πού πηγαίνεις; ΧΡΕΜΗΣ Απ' τη Βουλή. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Πώς; Τέλειωσε; ΧΡΕΜΗΣ Κ' είνε πρωί ακόμα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Τριώβολο επήρες; ΧΡΕΜΗΣ Θα σου το πω, μα ντρέπομαι• ποιος δεν το θέλει τάχα; αλλ' άργησα και μου μείναν η τσέπες μου μονάχα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και ποιο ήταν το αίτιο;

Η ωραία Κυνεγόνδη είναι η ευνοούμενη μαιτρέσσα του Κυβερνήτη. Η πληροφορία αυτή τούρθε του Αγαθούλη σαν κεραυνός· έκλαψε πολύ. Τέλος τράβηξε ιδιαιτέρως τον Κακαμπό. — Ιδού αγαπητέ μου φίλε, του είπε, τι πρέπει να κάνεις. Έχουμε καθένας στις τσέπες μας πέντε έως έξι εκατομμυρίων διαμάντια· είσαι πιο επιτήδειος από μένα· πήγαινε να πάρης τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη στο Βουένος Άυρες.

ΓΟΝΖ. Ότι τα φορέματά μας, που ήταν βουτημένα στη θάλασσα, απόμειναν μ' όλον τούτο άγγιχτα και λαμπρά, όστε θα έλεγες ότι η άρμη τα ματάβαψε, αντί να τα χαλάση. ΑΝΤΩΝ. Ανίσως μία από τες τσέπες του μπορούσε να μιλήση, αυτή δεν θα τον έψευε; ΣΕΒΑΣΤ. Βέβαια· ή πολύ άδικα εδεχότουν μέσα της τη μαρτυρία του.

Πράγματι, όταν ο κόσμος μαζεύτηκε πάλι στην αυλή και οι γυναίκες περνώντας έψαχναν στις τσέπες τους να βρουν κάτι για να δώσουν ελεημοσύνη στον ψεύτικο άρρωστο, εκείνος άρχισε να φωνάζει: «Μα κοιτάξτε τον καλά! Είναι πιο γερός από εσάς. Τρυπήθηκε με μια δηλητηριασμένη βελόνα». Τότε κάποιος έσκυψε για να δει καλύτερα τον ψεύτικο όγκο και ο ζητιάνος, χλωμός, ακίνητος, δεν αντέδρασε, δε μίλησε.

Ο Μαρτίνος του είπε: — Είστε πολύ απλοϊκός, αλήθεια, να φαντάζεστε πως ένας υπηρέτης μιγάς, πόχει πέντε ως έξι εκατομμύρια στις τσέπες του, θα πάη να ζητήση την ερωμένην σας στην άκρη του κόσμου, για να σας τήνε φέρη στη Βενετία. Θα την πάρη για τον εαυτό του, αν την εύρη: αν δεν την εύρη, θα πάρη μιαν άλλη: σας συμβουλεύω να ξεχάστε τον υπηρέτη σας τον Κακαμπό και την ερωμένη σας την Κυνεγόνδη.

Εγώ ο ίδιος εις το βάθος του λάκκου εδιάλεξα τα πλέον μεγαλύτερα και τα εκλεκτότερα, που ευρίσκονται εκεί μέσα· και ιδού που είμαι φορτωμένος και έχω γεμάτους κόρφους και τσέπες, και του τα έδειξα.

Αληθώς, ο Μανώλης την τρικυμίαν πολλάκις την περιεφρόνησεν, αλλ' αυτήν την φοράν ησθάνετο κάποιαν αόριστον αδιαθεσίαν. Έχωσε τα χέρια του εις της τσέπες του και διελογίζετο ως μετανοημένος εργάτης. Ο πνευματικός τού είπε να μη δουλέψη την ημέραν της Παραμονής, αφού μάλιστα η χιών διέκοψε πάσαν εργασίαν. Ήτο Παραμονή των Χριστουγέννων.

Οι νέοι χωρίστηκαν βιαστικά μ' ένα ξεφωνητό γεμάτο από λύπη και οργή. Ο Δημητράκης τα σάστισε, σα να τον πιάσανε κλέφτη σε κάποιο πολυάκριβο καρπό. Κατακόκκινος έρριξε κάτω τα μάτια του κ' έκανε πως ψάχνει, πασπατεύοντας τις τσέπες του για να κρύψη τη ντροπή. Η Ελπίδα όμως συνήρθε γρήγορα κ' έβαλε τα γέλοια και τα ξεφωνητά, θέλοντας να χύση γύρωτριγύρω τη χαρά της.