United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


« 'Κεί, 'σάν τρελλή που έτρεχα » Έν φάντασμα 'μπροστά μου, » Αρχίνησε με ανθρωπινή, » Και 'σάν εκείνου την φωνή » Να μ' είπη τ' όνομά μου.» « Ανθούλα! μ' είπε, 'σάν τρελλή «'Στήν ερημιά τι τρέχεις; » Ποιόνε ζητάςτην ερημιά; — » — 'Σ εμέ, του λέγω, γνωριμιά » Πούθ' έλαβες; πού θ' έχεις; — »

Ποία είναι; Πούθ' έρχεται; Κοντά στον Τριστάνο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια, τρελλή από το κακό που η ίδια είχε κάνει, χτυπιώτανε με μεγάλες φωνές απάνω από το πτώμα. Μπήκε η άλλη Ιζόλδη και της είπε: «Σηκωθήτε, κυρία, κι' αφήστε με να πλησιάσω. Έχω πειο πολλά δικαιώματα να τον κλάψω, πιστεύτε με. Πειο πολύ τον αγάπησα». Γύρισε κατά την ανατολή και παρακάλεσε το Θεό.

— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο και καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ’ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.

ΧΡΕΜΗΣ Για ιδές εκεί χιτώνιο που τώχει! μα τούτο είνε γυναικός. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Το πήρ’ αντί της χλαίνης στο σκότος. Συ πούθ' έρχεσαι και τάχα πού πηγαίνεις; ΧΡΕΜΗΣ Απ' τη Βουλή. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Πώς; Τέλειωσε; ΧΡΕΜΗΣ Κ' είνε πρωί ακόμα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Τριώβολο επήρες; ΧΡΕΜΗΣ Θα σου το πω, μα ντρέπομαι• ποιος δεν το θέλει τάχα; αλλ' άργησα και μου μείναν η τσέπες μου μονάχα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και ποιο ήταν το αίτιο;

ΝΕΑΝΙΑΣ Ώ! κακομοίρης που 'μουνα! πούθ' έχεις ξετρυπώση και μου πετάχτηκες;— κακό που να σου ρθή μεγάλο! Ουφ! τούτη είνε βάσανο χειρότερο απ' τάλλο! Β' ΓΡΑΥΣ Σε σέρνει ο νόμος, κι' όχι εγώ. ΝΕΑΝΙΑΣ Τάχα γιατί δεν είπες ότι με σέρνει μια βλογιά, πώχει πληγές και τρύπες; Β' ΓΡΑΥΣ Άφησε, τρυφεράδι μου, τα λόγια κ' έλ' απάνω.

Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονετικά το δρόμο της. Φωνή της λαύρας χυνότανε ολούθε η φλυαρία του τζίτζικα και στο χωριό περνοδίναν οι στρατοκόποι. Όπως ο Τσαϊπάς βγήκαν κ' εκείνοι να ιδούν τη λιτανεία. Ο Κώστας ο Αρλετής έφερε μιαν είδηση στο χωριό και το χωριό ανατρόμαξε. Ένα κόνισμα, λέει, βγήκε νύχτα στην ακρογιαλιά του Άηθανάση. Πούθ' ερχότανε, για πού πήγαινε, κανείς δεν ήξερε να ειπή.