United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χωρίζει για χρόνια και σμίγει στη στιγμή. Δεν έχεις πάντα στο χέρι τον καιρό και όταν τον εύρης τρέχεις μαζί του θέλοντας και μη. Το άτομό σου στην άκρη· δεν έχει θέλησι. Ως που να τον εύρης πάλι ναρκωμένον και τότε κάθου και κομπόδενε. Έκαμα κ' εγώ κάμποσες βίζιτες. Είχα τα δικά μου, τις λειψοδοσίες μου.

Μωρή και δε μου λες, μορφούλα μου, πως είσαι θεόλωλη και μας έφερες έτσι δα άνω κάτω δίχως λόγο στα καλά καθούμενα; Μωρή, και δεν τρέχεις στις ελιές σου, κακόσυρτη, και δεν αφίνεις τις ρόκες και τα προικιά, μην πάτε και ψοφήστε της πείνας, κ' εσύ κ' η θεια σου;

«Φίλε, τι έρχεσαι, έτσι λαχανιασμένος, να ζητήσης εδώ μέσα; Θάλεγε κανείς πώς είσαι οδηγός λαγωνικών και τρέχεις κατ' οπίσω τους να τα πιάσης. Μήπως έρχεσαι και συ να ζητήσης δικαιοσύνη για κανένα άδικο που σου κάνανε; Ποιος σ' έδιωξε από το δάσος μου;» Ο δασοφύλακας τον επήρε κατά μέρος, και χαμηλόφωνα του είπε: — «Είδα τη Βασίλισσα και τον Τριστάνο. Κοιμώντανε, και μ' έπιασε φόβος.

Έλλην Φάουστ και Σγαρίλιο, δεν μου θέλεις έναν ήλιο, και ζητείς να φέξη κι' άλλος από τούτον πιο μεγάλος. Η απαίτησις μεγάλη, μα ποιος ξέρει καμμιά 'μέρα αν και τρίτος δεν προβάλη για χατήρι σου 'στήν σφαίρα. Νέος προς το γήρας τρέχεις, γέρος χάνεσαι για νειάτα, μα κι' αυτά ενώ τα έχεις τσαμπουνάς «ανάθεμά τα

«Μακράν και σκοτεινήν «Ζωήν τα παλληκάρια «Μισούν όνομα αθάνατον «Θέλουν και τάφον έντιμον «Αντίς διά στρώμαΟύτως εβόουν· συμφώνως Τ' άρματά τους εβρόνταον Και τ' άντρα.... — Ω δεν ακούω Πλέον παρά τον άνεμον Και τους χειμάρρους. — Εσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε Ω στρατιώτα· ειπέ μου, Και ας μη σε κυνηγήση Βόλι του εχθρού, πού επήγαν Οι σύντροφοί σου; «Λείπει ο καιρός.

Μον έλα πια ας ποδίσουμε με τ' άτια, και μην τρέχεις ομπρός έτσι ασυλλόγιστα και τη ζωή μού χάσεις250 Τότες τον τήραξε λοξά και τούκανε ο Διομήδης «Μην αναφέρνεις καν φεβγιό, τι μον τα λόγια χάνεις!

Ήθελα άλλη να 'βγαινε ρητόρισσα προτήτερα, ν' αγόρευε καλήτερα στην άκρη να καθήσω• αλλά, εγώ τουλάχιστον ποτέ μου δεν θ' αφήσω, γιατί δεν είν' καλή δουλειά, ν' ανοίγουν μόνο για νερό τους λάκκους μεσ' στα καπηλιά, Δεν το φρονώ, μα της θεές. . . ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα της θεές! πού τρέχεις, δυστυχισμένο θηλυκό! το νου σου πού τον έχεις; Γ’ ΓΥΝΗ Μπα! σφάλμα έκαμα; και ποιο; Εγώ δε ζήτησα να πιω.

Τότ' είπε στου Πηλιά το γιο ο φυλαχτής Απόλλος «Γιατί, Αχιλέα, εσύ θνητός μού τρέχεις καταπόδι εμένα τ' άλιωτου θεού; Μα τι λοιπόν, ακόμα θεός πως είμαι δε θωράς που κυνηγάς με πείσμα; 10 Σκοπό μαθές δε θάχεις πια να δεκατίζεις Τρώεςαφτοί παν τρύπωσανγια αφτό στ' απόμακρα αλαργέβεις. Μα εμένα δε μπορείς, γραφτό δε σούναι να με σφάξεις

Τι πήγε και τον φώναξε και τούπε αφτά τα λόγια «Έχτορα, τρέχεις τώρα εσύ και κυνηγάς του κάκου 75 τ' άλογα τ' Αχιλέα εδώ· μα αφτά ναν τα δαμάσει θνητός και ζέψει σα βαρύ, αίμα αν δε φτύσει πρώτα, άλλος παρά τον Αχιλιά π' αθάνατη έχει μάννα· μα σύγκαιρα τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, στητός μπροστά στον Πάτροκλο μάς κάρφωσε έναν πρώτο 80 παλικαρά, τον Έφορβο, και τη ζωή του πήρε

ΔΙ0Γ. Βέβαια, αφού δεν έχουν περισσότερο μυαλότράβα όμως. ΠΑΡΡ. Μπα! ποίος είν' αυτός ο άλλος ο πλατύς που ομοιάζει σαν γλώσσα ή ψήττα; Τρέχει με το στόμα ανοικτόν προς το αγκίστρι• το εκατάπιε• συνελήφθη• ας τον τραβήξωμεν. ΔΙΟΓ. Ποιος είνε; ΕΛΕΓΧ. Λέγει ότι είνε μαθητής του Πλάτωνος. ΠΛΑΤ. Και συ, αναιδέστατε, τρέχεις προς τον χρυσόν; ΠΑΡΡ. Τι λέγεις, Πλάτων; Τι πρέπει να τον κάμωμεν αυτόν;