United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως εγώ θέλω να εξετάσω και να σκεφθώ συζητών μαζί σου τι πιθανόν να είναι αυτή. Μένων Και πώς θα συζητήσης, Σωκράτη, δι' εκείνο το οποίον δεν γνωρίζεις καθόλου τι είναι; ποίαν αρχήν έχεις διά να ζητήσης πράγματα που αγνοείς; και πώς θα την αναγνωρίσης την αρετήν, εάν πιθανόν την επιτύχης, αφού διόλου δεν την ειξεύρεις; Σωκράτης Εννοώ τι θέλεις να ειπής, Μένων.

Αν αφεθής εις ημάςοίτινες διακείμεθα λίαν ευμενώς προς σεθα ωφεληθής εκ της αλλαγής ταύτης· αλλ' αν ζητήσης να μοι προσάψης σκληρότητα, ακολουθούσα το παράδειγμα του Αντωνίου, θα αποβάλης την ημετέραν ευμένειαν, και θα επιφέρης τον όλεθρον των τέκνων σου, εκ του οποίου θα προφυλάξω αυτά, αν επ' εμέ στηρίξης τας ελπίδας σου. Σε προσκυνώ.

Ήξευρε το λοιπόν, ω νέε τολμηρέ, ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς τον Καλάφ, ότι εσύ δεν θέλεις έχει δίκαιον να με ονειδίσης και να με ονομάσης σκληρόκαρδον, οπόταν εις ομοίωσιν των άλλων παρομοίων σου θέλει σου τύχει να υποφέρης σκληρόν θάνατον. Εσύ μόνος είσαι η αιτία του θανάτου σου, επειδή εγώ δεν σε υποχρεώνω να έλθης διά να με ζητήσης διά γυναίκα σου.

Ο Βινίκιος είπε: — Θα σου δώσω ένα υπηρέτην, όστις θα φέρη μαζή του το απαιτούμενον ποσόν συ θα είπης εις τον Ευρίκιον, ότι είναι δούλος σου, και θα εγχειρίσης εις τον γέροντα τα χρήματα επί παρουσία του υπηρέτου. Εν τοσούτω, επειδή μου έφερες μίαν είδησιν αξιόλογον, θα λάβης ίσον ποσόν και διά τον εαυτόν σου. Ελθέ να ζητήσης απόψε τον υπηρέτην και τα χρήματα.

Έπειτα με έκλεψαν, με κατέστρεψαν, η γυνή ήτις αντέγραψε τα μαθήματά μου έφυγεν αποκομίζουσα και τα χρήματα τα οποία μου είχαν μείνει. Είμαι δυστυχής, αυθέντα, και εις ποίον να καταφύγω ειμή εις σε, τον οποίον αγαπώ και λατρεύω και διά τον οποίον εκινδύνευσα την ζωήν μου! — Τι ήλθες να ζητήσης και τι φέρεις;

Ω άνομη, εφώναξα εγώ, έχεις ακόμα πρόσωπον να μου ζητήσης συμπάθειον, μάγισσα παράνομη, που με τες μαγείες σου με έκαμες να υστερηθώ την αληθινήν μου γυναίκα; δεν είναι πλέον έλεος εις εσένα. Και έτσι λέγοντας την έκαμα κομμάτια και την άφησα εκεί· και ευθύς εδόθηκα διά να κυνηγήσω και τον άνδρα που με αυτήν ηύρα, διά να τον φονεύσω και αυτόν.

Και εγώ τι θα κάμω εν τω μεταξύ; — Θα περιμένης. — Πού; Εδώ δεν θα μείνω. — Διά της βίας δεν σε κρατώ. Αλλά σε παρακαλώ να μείνης. Η Αϊμά εδίσταζεν. Ο Πλήθων επανέλαβε·Σοι είπα να μοι ζητήσης ό,τι επιθυμείς. Δεν επιθυμείς τι; — Αλλά σοι είπα κ' εγώ τι επιθυμώ. — Είνε το μόνον; ως νέα δεν έχεις επιθυμίαν τινά; — Ποίαν επιθυμίαν να έχω; απήντησεν αφελώς η Αϊμά.

Σκέψου προς στιγμήν, εάν θυσιάσης την κόρην σου ποίας άραγε ευχάς θα προφέρεις κατά τας στιγμάς της θυσίας ; ποίον δώρον θα ζητήσης παρά της θεάς σφάζων το τέκνον σου; Βεβαίως δυστυχής θα είναι η επάνοδός σου όσον μυσαρά η εντεύθεν αναχώρησίς σου. Αλλά μήπως είναι δίκαιον να ευχηθώ εγώ αγαθόν τι δια σε; θα ήτο το αυτό ως να εθεώρουν αδίκους τους θεούς ζητούσα παρ' αυτών αγαθά υπέρ κακού συζύγου.

Λοιπόν τόσον αληθή είνε αυτά διά τα οποία σε κατηγορώ, ώστε και μέχρι των γυναικωνιτών έχει φθάσει η φήμη σου. Όταν δε προ καιρού ετόλμησες να ζήτησης εις γάμον μίαν γυναίκα εις την Κύζικον, εκείνη, η οποία ήτο καλώς περί σου πληροφορημένη, απήντησε• Δεν θέλω άνδρα ο οποίος έχει και αυτός ανάγκην ανδρός.

«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητετον νου σου μη βάζης άλλο τι κακόν, είτ' έργον είτε λόγον• αλλά τρώγε και πίνε μου 'σαν πρώτα• θα σου κάμουν 305 ό,τι ζητείς οι Αχαιοί, καράβι, κουπηλάταις καλούς, να φθάσης γλήγορατην Πύλο την αγία, όπως ζητήσης άκουσμα του θαυμαστού πατρός σου».