United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η λευκή οθόνη, διά της οποίας ο Γεροθανάσης είχε καλύψει το πρόσωπον του ασθενούς, έκειτο εκεί ερριμμένη παρά τους πόδας του. Ο χωρικός απεσύρθη ησύχως και επέστρεψε προς την είσοδον. Η παππαδιά ακίνητος επί της πέτρας, ακολουθούσα διά των οφθαλμών τας κινήσεις του, επερίμενε την επιστροφήν του. — Τι είδες; ηρώτησε. — Τίποτε.

Τότε έτρεξα προς εκείνο το μέρος που ήκουον το σύρισμα, και καθώς εγώ επλησίαζα έτσι εκείνη η φωνή εμάκραινε· και ακολουθώντας εις τούτον τον τόπον το σύρισμα, είδα ολίγον τι φως ωσάν ένα άστρον· ως τόσον το ζώον που εσύριζεν επήγαινεν εμπρός και εγώ ακολουθούσα εις το σκότος, αλλά βλέποντας πάντοτε το ολίγον εκείνο φως, έως που τέλος πάντων είδα μίαν τρύπαν αρκετήν του σπηλαίου, και εβγαίνοντας έξω ευρέθην εις το παραθαλάσσιον ανάμεσα σε κάποιους βράχους.

Την ακολουθούσα με τα βλέμματα, και είδα την κόμην της Καρολίνας να κλίνη προς τα έξω της θυρίδος, και εστράφη για να ιδή, αχ! εμέ αρά γε! — Φίλτατε! εις αυτήν την αβεβαιότητα μετεωρίζομαι, τούτο είναι η παρηγοριά μου· ίσως εμένα εγύρισε να ιδή! Ίσως! — Καλήν νύκτα! Ω, τι παιδί που είμαι! 10 Ιουλίου. Να έβλεπες τι γελοίον πρόσωπον που παίζω, όταν ομιλούν περί αυτής!

Τω όντι εις εκάστην αίσθησιν υπάρχει αφ' ενός η ιδία αυτής δύναμις και αφ' ετέρου η κοινή εις πάσας, ίδιον π.χ. της όψεως είναι το να βλέπη, της δε ακοής το να ακούη, και περί των άλλων αισθήσεων ομοίως• υπάρχει όμως και κοινή τις δύναμις ακολουθούσα και συνοδεύουσα πάσας τας αισθήσεις, διά της οποίας έχει τις την συνείδησιν, ότι και βλέπει και ακούει.

Αυτό 'μπορώ να το ειπώ, αλήθεια! Είχε το χέρι του βαρύ και γρήγορα 'κτυπούσε. Απέθανε κ' εσάπισε. ΚΕΝΤ Εγώ, αυθέντα, ήμουν. Εγώ... ΛΗΡ Αυτό θα το ιδώ αμέσως. ΚΕΝΤ Εγώ είμαι, που τ' άτυχά σου ρήματα παντού ακολουθούσα, αφού σε κατεπλάκωσε η συμφορά κ' η πίκρα. ΛΗΡ Καλώς μας ώρισες λοιπόν. ΚΕΝΤ Όχι καλώς, διότι εδώ είν' όλα θλιβερά και σκοτεινά και μαύρα.

Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. τον χρόνον όλον έμειναντον τόπο μας εκείνοι, 455 και πλούτη έμβασαν άπειρατο βαθουλό καράβι• και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουντην πατρίδα, της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. ήλθ' άνδρας πολυήξεροςτο σπίτι του πατρός μου, και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460 και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μουτο δώμα την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. ωστόσον αυτός ένευσεν αμίληταεκείνην, και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισετο πλοίο. από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465 και τράπεζαιςτον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, όπ' είχαν πάειτην σύνοδο του δήμου να καθίσουν. και αυτή τρεις κούπαις έκρυψετον κόλπο της κ' επήρε, κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470 και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, αυτούτο καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475 ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα• αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνητην γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. κει την ερρίξαν, ηύρεματαις φώκαις καιτα κήτη, 480 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραντην Ιθάκη, οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».

Οι άντρες δεν εκαβαλίκεψαν. Ένας απ' αυτούς, ο νιόγαμπρος, είχε αγοράσει ένα πιστόλι, κι ανεβαίνοντας όλοι μαζή απάνου από το δρόμο, στους όχτους, έρριχναν στα πουρνάρια μ' αυτό, δοκιμάζοντά το πόσο έκοφτε. Εγώ μοναχά ακολουθούσα τες γυναίκες, — τη νιόνυφη και τη δασκάλα, — κι ο αγωγιάτης, που χάζευε κι αυτός με το πιστόλι από μακριά κ' έμνησκε πίσω πίσω.

Οι άντρες δεν εκβαλίκεψαν. Ένας απ' αυτούς, ο νιόγαμπρος, είχε αγοράσει ένα πιστόλι, κι ανεβαίνοντας όλοι μαζή απάνου από το δρόμο, στους όχτους, έρριχναν στα πουρνάρια μ' αυτό, δοκιμάζοντά το πόσο έκοφτε, Εγώ μοναχά ακολουθούσα τες γυναίκες, — τη νιόνυφη και τη δασκάλα, — κι ο αγωγιάτης, που χάζευε κι αυτός με το πιστόλι από μακριά κ' έμνησκε πίσω πίσω.

Αυτή καθώς επλησίαζεν εις τις θύρες που ήσαν κλεισμένες, έκαμνεν ένα σημείον, και άνοιγαν ευθύς, και εγώ την ακολουθούσα. Και αφού επέρασεν έξ θύρας του παλατίου, έφθασεν εις την θύραν του περιβολίου· ομοίως ανοίχθη και εκείνη, και αυτή εμβήκε μέσα.

Μ' έχεις κάμει με τα λόγια σου να μην ειξεύρω που ευρίσκομαι και μου έχεις γυρίσει τον νουν άνω κάτω. Σωκράτης Σιώπα, μη λέγης τέτοια λόγια, σε παρακαλώ, διότι βεβαίως δεν θα έκανα και πολύ καλά αν δεν ακολουθούσα την συμβουλήν ενός ανθρώπου και εναρέτου και σοφού. Εταίρος Ποίος είναι αυτός; Και ως προς τι μάλιστα θα τον πιστεύσης