United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη, ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν. κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν η δούλαις με τον Οδυσσηά• με νου ραβδίζ' η κόρη. 320 κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαντης Αθηνάς το δάσος το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας, και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη•

Εβγήκεν ο Τηλέμαχος, και το κοντάρι εκράτει, και σκύλοι δυο γοργόποδες κατόπι ακολουθούσαν. αυτόν με χάρι αμίλητην περιέχυνεν η Αθήνη, και, ως προχωρούσ', εθαύμαζαν αυτόν όλα τα πλήθη. γύρω του συναθροίζονταν οι ανδρικοί μνηστήρες• 65 ωραία λέγαν, αλλ' ο νους ολέθρια μελετούσε, αλλά μέσ' απ' το πλήθος τους εσύρθη αυτός κ' επήγετο μέρος, όπου εκάθιζαν οι πατρικοί του φίλοι, ο Μέντορας, ο Άντιφος, και αντάμ' ο Αλιθέρσης• κ' επήρε θέσι• και όλ' αυτοί να μάθουν τον ερώταν. 70 και ο Πείραιος ο κονταριστής τον ξένον ωδηγούσετην αγορά, διαβαίνοντας την πόλι, κ' ήλθ' εμπρός του• ουδ' άργησε ο Τηλέμαχος τον ξένον ν' απαντήση. και πρώτος τότε ο Πείραιος προσφώνησεν εκείνον• «'Στο σπίτι μου, ω Τηλέμαχε, προβόδα ευθύς ταις δούλαις, 75 να σου αποστείλ' ογλήγορα τα δώρα του Ατρείδη».

Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλοντην φωτία• και αυταίς λουτρικόν τρίποδατην φλόγα μέσα εστήσαν, 435 έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν• και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440 κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον• και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, μητο ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκότο ολόμαυρο καράβι». 445

Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσετο σπίτι του, και άμ' έφθασαντο υπέρλαμπρο παλάτι, 85 εις ταις καθήκλαις έστρωσαν καιτα θρονιά χλαμύδαις, καιτα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις, εβγήκαν από τα λουτρά καιτα θρονιά καθίσαν. 90 και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 95 απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου, αναπαυμένητο θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία. άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη• 100 «Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσωτην κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας με τους Ατρείδαις• αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις, 'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, 105 άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου».

«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε• ήδη 'ναι όλα 410 μαζήτο μέγαρο• το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα, και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει».

Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν, και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι, και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια. τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα έφερνε η κόρη κ' έθεσετο τορνευμένο αμάξι• 75 κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα, κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει τράγινο ασκί• κ' η κορασιάτην άμαξ' αναιβαίνει• και λάδ' υγρόολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη, μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80 και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία, και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο, και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην, μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι. και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85 ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο. και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90 σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάματους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν. και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν, εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος 'που τα χαλίκιατην ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95 κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι, 'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο τα ενδύματ' έμεναντου ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν. και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη, έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100 και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι. και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει, ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου, κ' έχειτους κάπρους ηδονή καιτα γοργά τα 'λάφια• και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105 παίζουν μαζή της, και η Λητώτα στήθη αναγαλλιάζει• και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις, και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις• όμοιαταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.

Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Άμποτ', υιέ μου, ν' άρχιζες με πόθο και με γνώσι το σπίτι να επιμεληθής και να τηράς το βιο σου. αλλά ποια τώρα θα 'λθ', ειπέ, κοντά σου φως να φέρη; και η δούλαις, 'που θα σού 'φεγγαν, να βγουν δεν ταις αφίνεις». 25

Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· 135 κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον πείναν δεν είχε, ως έλεγεαυτήν, 'που τον ερώτα. και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος, κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν, και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση 140 εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι αμάλακτο καιταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη. κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω».

Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα· τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου· αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος, 'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· 45 θα μ' εξετάσηόλ' αυτή μες το παράπονό της».