United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οπούχε χίλιαις πέρδικες κλεισμέναις κ' ελαλούσαν Ήφεραν και μια πέρδικα, πέρδικα πλουμμισμένη. Οπού την εκυνήγησανταις στάναις του Λιακάτα Κι' όλαις αι πέρδικες λαλούν, κ' εκείνη δε λαλούσε. — Δέσπω, γιατί δε μας μιλάς, γιατί είσαι κακιωμένη; Έμπα και στρώσε τον οντά, άλλαξε τα στρωσίδια.

Όλαις αι καπετάνισσαις των καπεταναρέων Πήγαν να προσκυνήσουνε 'ς τ' Αλή-Πασσά το σπήτι Κι' αυτή, η Λεν του Μπότσαρη δε θέλ' να προσκυνήση. — Δεν προσκυνάω Αλή-Πασσά μωρέ παλιοβεζύρη. Εγώ είμαι η Λεν του Μπότζαρη κ' η αδελφή του Νότη, Πώκαμε την Αρβανιτιά κ' ενδύθηκετα μαύρα. Ο Φώτος ήτο νέος λεοντόκαρδος, ριψοκίνδυνος, ήτο ο Ηρακλής των Σουλιωτών.

Ποια τώρ' απ' όλαις σας θα 'πή πως δεν χορεύει; Εάν καμμιά την δύσκολην θελήση να μας κάμη, παίρνω τον όρκον μου εγώ πως της πονούν οι κάλοι. Ωραία δεν σας έπιασα; — Καλώς τους άρχοντάς μου!

Ο πόνος της καρδιάς γεμίζει ωσάν ψωμί το αδειανό στομάχι των δυστυχισμένων. Αφού επερπάτησε δέκα όλαις ώραις, εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά ν' αναπαυθή. Ακόμη όμως δεν είχε καλοκαθίση, και την ετρόμαξαν δύο τουφεκιές και το γαύγισμα βραχνού σκύλου. Εγύρισε να ιδή τι τρέχει και είδεν ένα σύννεφο πουλιά που έφευγαν φοβισμένα.

Πρώτ' ήλθε απ' όλαις η Τυρώ, η καλογεννημένη, 235 'πώλεγε ότ' ήταν γέννημα του απταίστου Σαλμωνέα, και τον Κριθέα σύζυγον ότ' είχε τον Αιολίδη. άρεσε αυτής ο ποταμός, ο θείος Ενιπέας, των ποταμών, όπ' έχ' η γη, ο πλειά χαριτωμένος.

Στην τιμή μου. — Η καϋμέναις! — Ε, δεν ταις λυπάσαι; — Αλήθεια. — Μα είνε αξιολύπηταις. — Διατί; — Έχει πολλά &διατί&. — Ως πόσα; — Όσα θέλεις. — Ειπέ ένα. — Πρώτον αυταίς είνε... — Τι είνε; — Είνε όλαις θηλυκαίς. — Αυτό θα πης; — Ναι. — Το είξευρα. — Κ' εγώ γι' αυτό σου το λέγω. — Διά ποιο &αυτό&; — Διατί το είξευρες. — Α, ενόησα. — Θα ήσουν πολύ βαρυκέφαλος... — Εγώ; — Ναι. — Πώς;

Πρώτα ο Θεός να της πωλήσω όλαις, και της χίλιαις, έστω και προς μία δραχμή την μίανΕδάγκασε και πάλιν την γλώσσαν του, ίνα μη εκφωνήση υπερήφανόν τινα καύχησιν. Και είχε πάθει πολλά έως τώρα.

Τρεις από τότε η μάγισσα βραδειαίς αράδ' αράδα, — Κ' ήταν φεγγαρογιόμισμα, — κοντά 'ςτό μεσονύχτι Έβγαινε πέρ' απ' το χωριό, κατά το Ξωθιονέρι, Εκεί που ρίχνουν σαν περνούν ανάθεμα οι διαβάταις, Κ' εμάζευε όλαις ταις ξωθιαίς, ταις στρίγλαις και ταις λάμιαις Με σφύριγμα, που ετάραζε της ερημιάς τον ύπνο.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Κύριε, πολύ καλά. ΠΟΛΩΝΙΟΣ «Κάπως και αυτόν· όμως» θα λέγης «ολίγο, αλλ', αν εκείνος είναι οπού απεικάζω, είν' άτακτος πολύ, 'ς αυτό και αυτό δοσμένος». και πλάσε εις βάρος του όσα θέλεις· όμως όχι τόσο χοντρά 'πού να τον ατιμάζουν, — έχε εδώ τον νουν σου· αλλά θα ειπής ταις τρέλλαις όλαις, τα λάθη και τα πάθη, οπού 'ναι μαθημένη η νεότης να εμπλέκη αν έχη ελευθερίαν.

Πλειότερον απ' όλαις την αγαπούσα, κ' ήλπιζα παρηγοριάν να εύρω μια μέρατην αγάπην της. — Να μη σε βλέπω· φύγε! 'Σ τον τάφον μου ανάπαυσιν κ' ειρήνην να μην έχω, αν του πατρός της την καρδιάν ποτέ την ξαναεύρη! — Ποιος είν' εκεί; — Πηγαίνετε να φέρετε τον Γάλλον.