United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Τότε εις τάστρα ζήτησε μικράν παρηγορίαν. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Πολλάκις προσητένισα των άστρων την σωρείαν, λακτίζων δε τους σκώληκας, τους νάνους και γελοίους, είδα τον Κρόνον, Μεφιστό, με τέσσαρας ηλίους, με πράσινον, με κόκκινον, λευκόν και κυανούν, κι' ησθάνθην κλονιζόμενον τον ισχυρόν μου νουν.

Και ποιος ξέρει, αν δεν θα τα βρούμε μέσ' στην Εκκλησιά, είπε το Μαλαμμώ με εύκολον θάρρος και προς ιδίαν της παρηγορίαν. Έλα, Χριστέ μου, καμμιά καλή Χριστιανή θα ήρθε χτες-προχτές ν' ανάψη τα κανδήλια, και την εφώτισ' ο Θεός και τα κουβάλησε. — Άμποτε!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μ' έδωσες πολλήν παρηγορίαν. Πήγαινε μέσα να ειπής, πως είμαι λυπημένη διότι τον πατέρα μου παρώργισα, και ότι πηγαίνω τώρα ‘ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου να 'πώ ταις αμαρτίαις μου και άφεσιν να λάβω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Μετά χαράς θα το ειπώ. Τι φρόνιμα που κάμνεις. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κατηραμένε πειρασμέ! Παληόγρηα αχρεία!

Προς βεβαίωσιν δε τούτου διηγήθη ο Γεροστάθης περιστατικόν τι συμβάν εσχάτως εις την Αγγλίαν. Πτωχός γέρων συνέζη μετά της οικογενείας του μονογενούς υιού του, παρά του οποίου ήλπιζε περίθαλψιν και παρηγορίαν εις τα έσχατα και ασθενή γηρατειά του.

Μετά τριάκοντα έτη επεσκέφθην ως ξένος την πατρίδα και είδα κατεστραμμένην την Χίον και ηρειπωμένην την οικίαν μας. Αλλ' ο πατήρ μου απέθανε πλάνης και φερέδικος, ουδ' είχε πριν αποθάνη την παρηγορίαν να ίδη καν τα τέκνα του ανακτώντα επί ξένης γης την άνεσιν και την ευημερίαν. Απέθανεν ενόσω διήρκει έτι η θλίψις της καταστροφής και της εξορίας η κακοπάθεια.

Το παίρνει ο δρόμος το σπιτάκι μου, και θα μ' αφήσουν 'στον δρόμο, απ' λες, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Και ήρχισε να τραβά τα μαλλιά της η γραία, ολολύζουσα: — Ποιος Θεός να μ' ακούση και ποιος κριτής να με κρίνη! Αφότου έγραψαν τον σταυρόν επί του τοίχου του οικίσκου της, δύο ημέρας τώρα, έμεινεν άγρυπνος, εξομολογουμένη εις τους διαβάτας τον πόνον της και ζητούσα παρηγορίαν η γραία.

Πρέπει αληθώς να είμεθα ευχαριστημένοι, διότι η λέξις περιεσώθη, καθόσον η σημασία της είνε μεγίστη και η επίδρασις αυτής εις τας τύχας του ανθρωπίνου γένους υπήρξε βαθυτάτη, αγνή, σωτήριος. Συντελεί εις την παρηγορίαν των πτωχών και των ενδεών, εις τον εξαγιασμόν της πενίας· εξευγενίζει την εργασίαν· ανυψοί τον προορισμόν του ανθρώπου και τον μεγαλύνει προ των ομμάτων του Θεού.

Επτά δε ημέρας μετά τον θάνατόν της ήμουν ξαπλωμένος εδώ, όπως τώρα, και διά να εύρω κάποιαν παρηγορίαν εις την θλίψίν μου, εδιάβαζα ησύχως το περί αθανασίας της ψυχής βιβλίον του Πλάτωνος.

Ξεύρε μόνον προς παρηγορίαν ότι έχει αυτό το καλόν ο πατέρας. Ποτέ δεν αναγινώσκει όταν ταξειδεύη. Τους κουβαλεί μαζί του, επειδή δεν ημπορεί να τους αποχωρισθή, αλλά δεν τους αναγινώσκει. — Ποίους δεν αναγινώσκε; Ηρώτησα τότε εγώ, απορών πώς να εννοήσω τους λόγους της. Τους ποιητάς δεν αναγινώσκει; — Όχι! απήντησεν η κόρη, τους στίχους. Τους στίχους όπου κάμνει.

Όταν επέστρεφεν εις την νεκρώσιμον οικίαν η γραία Χαδούλα, διά να παρευρεθή την εσπέραν εις την παρηγοριάν, — παρηγορίαν καμμίαν δεν εύρισκε να είπη, μόνον ήτο χαρωπή όλη κ' εμακάριζε το αθώον βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη, ήτο χαρά, και η θανή ήτο ζωή, και όλα ήσαν άλλα εξ άλλων. Α! ιδού . . . Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλομάλλον το εναντίον.