Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
— Α! Εσύ 'σαι λοχεμμένε! είπε η Μαλαμμώ — γιατί δεν ακούς τόσην ώρα που σε φωνάζουμε; Ο Γιάννης απήντησε διά νέου καγχασμού. Εστράφησαν προς την θύραν, και είδον τα εντός.
Τα σανίδια λείπουν απ' έξω, η πόρτα της εκκλησιάς κλειδωμένη, κι' ουρλιάσματα άχαρα ακούονται μέσα. Τι νάν' αυτό; Μπαίνουν τάχα και στης εκκλησιές πειρασμικά πράγματα; Απ' όλον τον ακατάληπτον βόμβον του ήχου του ακουομένου η ακοή των αίφνης διέκρινε δις ή τρις τας λέξεις «Χριστός Ανέστη». — Χριστός Ανέστη, επανέλαβεν η Μαλαμμώ. Κι' ακόμα τώρα πέρασε το μεσοσαράκοστο.
Είχε ξεχάσει της ξυλειές, ως και την φοβέραν. Την επαύριον ανεύρε τα κλοπιμαία η Μαλαμμώ. Ότ' είχε βασιλέψ' ο ήλιος. Κατεβαίναμε τo στενό καλδερίμι, τον κατήφορο. Την στιγμή που περνούσα, άκουσα να πέση μια παροιμία απ' το στόμα της. — Τρεις όπ' σ' έχω, άντρα, και τρεις όπ' μ' έχεις έξη· και τρεις του παιδιού, εννιά...
Την υστεραίαν η Μαλαμμώ είχε δουλειά στο σπήτι της, κάτω στο χωρίον, τρεις ώρας δρόμον. Την τρίτην ημέραν δεν ευκαιρούσεν ο σύζυγός της, όπου ήτο ολίγον κτίστης, αλλά και αγωγιάτης και γεωργός. Φθάνουν εις τα πρόθυρα του Κάστρου, κάτω εις το βαραθρώδες του χάσματος, κυττάζει η Μαλαμμώ. Τα σανίδια έλειπαν. Έκαμε πολλούς σταυρούς, ηπόρησεν, ηγανάκτησε.
Η θύρα ήτο κλεισμένη ένδοθεν. Ηκούοντο τώρα ευκρινέστερον αι άμουσοι ψαλμωδίαι. — Ωχ, Θε μου, τι να είνε, είπε το Μαλαμμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν' ακούσης. Η πόρτα είνε κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. — Τι πειρασμός είνε αυτός, έκραξε το Μαλαμμώ, συνάπτουσα τας χείρας.
Είχε μετακομίση στης πλάτες της πέντε ή έξ παληοσάνιδα, τα οποία της έδωκαν, διά να επισκευάση την στέγην του ναού του Χριστού στο Κάστρον. Η Μαλαμμώ, χάριν ευκολίας, τα απέθεσε προσωρινώς έξωθεν του Κάστρου, προ φοβερού χάσματος της παλαιάς γεφύρας, κ' εις την κάτω βαθμίδα της ιλιγγιώδους, μεγαλοβάθρου, κυκλοτερούς και πλατείας σκάλας. Ήτο μεσοβδόμαδα.
— Και ποιος ξέρει, αν δεν θα τα βρούμε μέσ' στην Εκκλησιά, είπε το Μαλαμμώ με εύκολον θάρρος και προς ιδίαν της παρηγορίαν. Έλα, Χριστέ μου, καμμιά καλή Χριστιανή θα ήρθε χτες-προχτές ν' ανάψη τα κανδήλια, και την εφώτισ' ο Θεός και τα κουβάλησε. — Άμποτε!
Ήτο τωόντι σάββατον της Δ' εβδομάδος των Νηστειών. — Μην πηαίνη αλλά φράγκα ούτος που είνε μέσα; είπεν ο Πολύζος. — Στοιχειό θα είνε· ξορκισμένος οξαποδώ, απήντησεν η Μαλαμμώ. — Κανένας μουρλός θα είνε, είπεν ο Πολύζος. Ας ιδούμε. Μην είν' εκείνος ο Γιάννης της Λέκαινας; Έκρουσε πάλιν δυνατότερα την θύραν.
Η Μαλαμμώ έλεγε μέσα της «Χριστιανός δεν θα βρεθή να τα κλέψη». Και όμως ευρέθη.
Είχε βαρεθή την σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη. Αφού εγέλασεν αρκετά, η Μαλαμμώ έσβυσε τ' απόκηρα, επροσπάθησε να σκουπίση τα χυμένα λάδια, και είτα εμελέτα ν' αρχίση το ασβέτωμα. Ελησμόνει ήδη τα χαμένα σανίδια. Αλλ' ο Πολύζος είπε: — Και πούν' τα σανίδια, Μαλαμμώ; — Πούν' τα, μαθές, επανέλαβεν η γυνή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν