United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα, το φθινόπωρο που, δες, έχει μαδήσει τη λεύκα και το αγιόκλημα, που φαίδρυνε κι εσέ πλάι σου το Μάη σαν άνθιζε, αμάδητα έχει αφήσει σε μόνο και τη θλίψη μου, χλομόμαυρε κισσέ. Και πεταλούδα, σκοτεινή ωσάν εσέ κι εκείνη, σα μιαν ακτίνα από κρυφή ν' αποζητά ομορφιά, στ' άχαρα φύλλα σου πετά κι εκεί τη θλίψη πίνει που της σταλάζει απ την υγρή και στείρα συννεφιά.

Τα σανίδια λείπουν απ' έξω, η πόρτα της εκκλησιάς κλειδωμένη, κι' ουρλιάσματα άχαρα ακούονται μέσα. Τι νάν' αυτό; Μπαίνουν τάχα και στης εκκλησιές πειρασμικά πράγματα; Απ' όλον τον ακατάληπτον βόμβον του ήχου του ακουομένου η ακοή των αίφνης διέκρινε δις ή τρις τας λέξεις «Χριστός Ανέστη». — Χριστός Ανέστη, επανέλαβεν η Μαλαμμώ. Κι' ακόμα τώρα πέρασε το μεσοσαράκοστο.

Κισσέ που απάνω σέρνεσαι στο σπίτι και το ζώνεις με τ' άνανθα, τα σκοτεινά κι ανεύωδα κλαδιά κι ολόγυρα στη θύρα του πένθιμο θόλο απλώνεις, σα νάχη στο κατόφλι της καθίσει η ωχρή βραδιά. Κι ούτε πουλί δεν έρχεται, μήτε του ηλιού το χάδι, και μήτε ένα ψιθύρισμα δε σου ξυπνά η πνοή· άχαρα πάντα απάνω σου περνούν αυγή και βράδυ, λες ίδια ζούμε θλιβερή κι εσύ κι εγώ ζωή.

»Όλα τ' αφίνω με χαρά, χωρίς ν' αναστενάξω. Και τώχω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα Αυτήν την έρμη την πορειά με το κορμί να φράξω. Ευχαριστώ σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα Και δε θα μείνουν άκαρπα τ' άχαρα κόκκαλά μου. Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ' αγκαλιάση Και στοίχειωσε κάθε κλονί από τα χώματά μου Να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.» »Θέ μου!

Μα τώρα ας κάτσουμε άχαρα λίγο ψωμί να φάμε, κι' άμα χαράξει πρόσταξε, τ' Ατρέα γιε, τους άντρες να κόψουν ξύλα, κι' έπειτα τα χρειαστά να δώσουν 50 όλα όσα πρέπει πίσημος νεκρός μαζί του νάχει σαν πάει μες στ' Άδη τ' άφωτα κι' αραχνιασμένα βάθια, που έτσι απ' ομπρός μας το νεκρό η φλόγα χέρι χέρι να κάψει, κι' ύστερα ο λαός να σύρει στη δουλιά του

Έτσ’ είναι τώρα σιδεροχτυπημένοι και τους προσμένει σιδεροχτυπημένη, ίσως να πη κανείς «και ποια;», των πατρικών τους τάφων η κληρονομιά. Πολύς αχός τους προβοδά σπαραχτικ’ απ’ τα σπίτια μοιρολόγια γιομάτα πόνους και στενάγματα, που βγαίνουν μοναχά, άραχλα κι άχαρα, π’ αλήθεια κλαίμε απ’ τα βάθη της καρδιάς, που για τους δυό τους βασιλιάδες λυώνει απ’ το κλάμ’ αληθινά.

Γύριζε στο χωριό της με τα λόγια αυτά καρφωμένα στο νου της, με τη θλίψη και την πίκρα στην καρδιά της, σα συλλογίζουνταν τα χρόνια που θα περνούσαν τα χρόνια τ' άχαρα, τα δίχως αγάπη κ' ευτυχία, τα χρόνια που δε θάχαν γι αυτή καμιά απόλαψη και θα της έπαιρναν την ομορφιά και τη νιότη, και θα της έφερναν γλήγορα τα γεράματα, που θάρχουνταν να τα χαρή τότες αυτά μονάχα εκείνος.