United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο νέος ο κυνηγός δεν άκουσε τα δυο της τα χείλια, μόνο άκουσε τα δυο της τα ματάκια κ' έπεσε στην αγκαλιά της. Χίλια χρόνια βάσταξε το αγκάλιασμά τους και τα φιλιά τους άλλα τόσα. Και σα σήκωσε το κεφάλι του ο κυνηγός απ' τα γλυκά της στήθια, έβγαλε από μέσα απ' την τσάντα του μια τραχηλιά με μαργαριτάρια και την πέρασε στον άσπρο της λαιμό. Η βοσκοπούλα ξαφνιάστηκε.

Η γιαγιά μου έδιωξε από το σπίτι μας τον ντον Τζάμε και με πάντρεψε με τον Πριάμου Πίρας. Και ο Πριάμου μου ήταν ένας λεβέντης. Είχε μια βουκέντρα μ’ ένα σουβλί στην άκρη και μου έλεγε φέρνοντάς το μπροστά στα μάτια μου: βλέπεις; θα σου τα βγάλω τα μάτια εάν κοιτάξεις τον ντον Τζάμε όταν σε κοιτά. Κι έτσι πέρασε ο καιρός.

Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή, που βάρεσε ο δεύτερος ο σήμαντρος κι' η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της όλον τον κόσμο του χωριού.

Έτσι βέβαια, αμ' πώς; Σαν έμειναν μόνοι οι δυο γέροι άρχισαν να μιλούν και φωναχτά. — Σαν να πέρασε η ώρα! είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. — Ώρες κυττάς τώρα! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Δεν τις κυττάω εγώ. Τις κυττάει η γερόντισσα, αποκρίθηκε αναστενάζοντας ο Καπετάν Βαγγέλης. Εσύ την πάντρεψες και ησύχασες. Ποιος σ' ερωτάει; Ο Μπαρμπα-Δημητρός το γύρισε στο μεράκι. — Τρομάρα μου. Ώμορφος κατάντησα.

Λοιπόν κάτι μπορεί να γίνη στην Ελλάδα, που αλλού κάποτες πέρασε η ώρα να κατορθωθή, κι αφτό πρέπει να το θωρούμε πλεονέκτημα· ένας λαός που σήμερις αρχίζει να καταγίνεται σ' επιστημονικά, είναι τυχερός, γιατί, ενώ πάλιωσαν κάτι όροι στην Εβρώπη, του είναι δυνατό να φτειάξη καινούριους, πιο ταιριαζούμενους όρους. Να δήτε όμως πως ίσα ίσα στην Εβρώπη την ίδια, τέτοιο σκοπό κυνηγούνε.

Όχι, είπεν, αφού εσκέφθη προς στιγμήν η γραία. Τώρα κ' η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι, και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα! Όλος ο διάλογος εγίνετο εις μικρόν, στενόν πρόδομον, κατέμπροσθεν του θαλαμίσκου, όπου ηκούοντο ηχηροί και πολύχορδοι οι ρογχαλισμοί του Κωνσιαντή.

Από στερηά και πέλαγο το ζώνουν ολονένα, Πώς ζώνουν τ' Άστρο σύγνεφα βαρηά και πυκνωμένα, Κι' από τα παλληκάρια του γερεύουν τα κλειδιά. Άστρο κ' εκείνο ήτανε τότες για την Πατρίδα, Για την Ελλάδα έλαμπε χρυσή εκείνο ελπίδα. Χρόνος ακέρηος πέρασε που τώχουνε κλεισμένο, Και τον γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε δεμένο. Όσο κι αν έχηςτη σπηληά κλεισμένο το λιοντάρι, Δεν τώχεις καιτα χέρια σου.

Να σε σώση; είπα μηχανικά. Από τι πράμα; Τα πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση παράξενη, σα να ξαναγύριζε στον εαυτό της για να σκεφτή πως είναι δυνατό να αιστάνουνται διαφορετικά δυο άνθρωποι, που αγαπούν ο ένας τον άλλον. — Ξέχασες το χειμώνα; είπε. Δεν ένοιωσα ή δεν ήθελα να νοιώσω. — Νόμιζα πως εκείνο πέρασε, είπα. — Νομίζεις πως μπορεί να περάση τίποτε; είταν η απάντησή της.

ΗΡΑΚΛΗΣ Πρέπει να φύγω από 'δω κι' αλλού να καταλύσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Αδύνατον! Τέτοιο κακό ποτέ δεν θα μου κάμης. ΗΡΑΚΛΗΣ Σ' αυτούς που έχουν τη λύπη τους είν' οχληρός ο ξένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Οι πεθαμένοι 'πέθαναν. Πέρασε μέσ' στο σπίτι. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν είναι πρέπον άνθρωπος να κάθεται να τρώγη σε σπίτι όπου έπεσε η συμφορά κ' η λύπη. ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι οι ξενώνες χωριστά. Εκεί θα σε οδηγήσω.

Τι θέλεις να κάνω; Σου πέρασε η ιδέα πως μπορώ ν' αρνηθώ σ' έναν άνθρωπο, που μίλησε σήμερα το πρωί για μένα στο παλάτι; Είσαι ένα κορόιδο πρώτης γραμμής. Οι ανωτέρωπλην του ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ ΔΟΡΑΝΤ Μου φαίνεσθε πολύ μελαγχολική. Τι έχετε, κυρία Ζουρνταίν; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν ξαίρω τι έχει το κεφάλι μου. Μου φαίνεται πως θα σπάση. ΔΟΡΑΝΤ Πού είνε η δεσποινίς κόρη σας; δεν τη βλέπω.