United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Καπετάν-Πεφάνης, σαν τσάκισε κανένα δυο γολέττες κι' άλλα τόσα μπρίκια, τσάκισε κι' αυτός στο τέλος, πρίστηκαν τα πόδια του, πέρασε από την Επιτροπή, είδαν κ' οι γιατροί τα χάλια του και τον λυπήθηκανπήρε τη σύνταξί του. Κι' από καπετάνιος έγινε καφετζής στον ανεμόμυλο.

Είπε, μα ο τετραπέρατος δεν άκουσε Δυσσέας, Μον πέρασε σα φτερωτός κατά τα κοίλα πλοία.

Μα το καλογραμμένο πρόσωπο κ' η χάρη της ψυχής δείχνονται στη στάση και σε κάθε κίνημά της. Έτσι και κάτω από των Χαγάνων τα στολίδια πετιέται ακόμα ίσα στην ψυχή, όπως το άρωμα αόρατου λουλουδιού, η ασύγκριτη τέχνη της παλιάς οικοδομής! Αν θέλτε κι ο καιρός που πέρασεπολύς, πάρα πολύς ωιμένα! — κ' η ερμιά που το καταδίκασαν, περνά απάνω του χωρίς να τ' ασχημίση.

Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς την αυλή με τρομαγμένα μάτια. «Δεν μπορεί να είναι ο ταχυδρόμος∙ πέρασε ήδη…Τα χτυπήματα αντηχούσαν μέσα στη σιωπηλή αυλή. Έτσι χτυπούσε ο πατέρας της όταν αργούσαν να του ανοίξουν….. Άφησε το γράμμα και έτρεξε κάτω, αλλά όταν έφτασε στην εξώπορτα σταμάτησε για ν’ ακούσει. Η καρδιά της χτυπούσε, σαν να έπεφταν τα χτυπήματα στο στήθος της. «Θεέ μου! Θεέ μου!

Πούθε πέρασε διαβαίνοντας δεν είναι πολύ φανερό. Λέγουν πως κοντοστέκουνταν κάθε λίγο και κοίταζε τόπους. Τη Σαρδική του Αίμου λόγου χάρη, — τη σημερινή τη Σόφια. Σα δυσκολοπίστευτο τούτο. Άλλοι πάλι θένε να πουν πως συλλογίστηκε κάποιο μέρος μεταξύ Πέργαμο και Τρωάδα. Αλήθεια, ψέματα, δεν το καλοξέρουμε μήτε τούτο.

Κάθε τι μικρό που κάνομε περνά μέσα στη μεγάλη μηχανή της ζωής που μπορεί ν' αλέθη τις αρετές μας σε σκόνη και να τις κάνη άχρηστες ή να μεταβάλη τις αμαρτίες μας σε στοιχεία καινούριου πολιτισμού, πιο θαυμαστού και λαμπρότερου από κάθε άλλον που πέρασε. Αλλά οι άνθρωποι είναι σκλάβοι των λέξεων.

Ένα-δυο αγριολούλουδα απόμειναν ολόγυρα σταπορριχμένο χώμα που ξανασκέπασε τον ανοιγμένο λάκκο. . και τρεμοπαλεύανε στον άνεμο. . . Να δης, Κυρά γειτόνισσα, που πριν τους έξη μήνες, θάχουμε καινούργια παντρολογήματα-είπε η Ευρυδίκη στη Χαρζανοπουλίνα, καθώς περνούσε η συνοδεία απ’ τη γέφυρα του Νεκροταφείου-βράδυ πια από δυο-τρεις μαζί, σκόρπιοι εδώ κ' εκεί. . . Και πως το λες αυτό Κερά μου ; Μη σου πέρασε η ιδέα πως θα σου κάνουμε χαλάστρα ; Εγώ τις κόρες μου δεν τις έχω για τον τυχών. . κι ούτε ψοφούμε γι' άντρα σαν κάποιες άλλες, λυσσασμένες. . Είπα εγώ τίποτα; άλλο πάλι τούτο ! γι' άλλο πράμα πήγαινα να σου μιλήσω: μα όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται ! Αυτό που σου λέω 'γώ! κ' εμείς άχερα δεν τρώμε ! Εγώ, Κερά μου, σε βλέπω και σ’ ακούγω κι ας κάνης την όσια Μαρία -και μη θαρρής πως δε μαθεύουνται. . Σα βάζη κανείς τη μύτη του παντού μυρίζεται και τις πομπές του- . . μόνο να κυττάξης να τα τριτώσης γλήγορα, γιατί όσο περνάει η μπογιά σου. . . Μαμά ! έλα πάμε σπίτι, γιατί δεν τις ανέχομαι τις προστυχάντσες φώναζε η Μπιμπίκα που είχε τα νεύρα πολύ «λεπτότατα». . . . . Και τραβήξανε, μάννα και κόρες, μπροστά με φούργια σαν τρεις ξυλόκοττες ερεθισμένες. . . Τι έπαθαν αυτές οι κανκάγιες και ξεφωνίζουνε-γύρισε κ' είπε ο μάστορας του Νίκου που πήγαινε μπροστά μαζί του και τούλεγε για κάτι μαόνια που τα περίμενε τούτη τη βδομάδα ναρθούν από το Τριέστι. . . Γυρίσανε στο σπίτι η θεια Ελέγκω με τη Λιόλια και με μια γειτόνισσα, τη γυναίκα του Κυρ Γιώργη του Καψοκέφαλου, του παπλωματά.

Σ' ένα ξερονήσι ποιος να πρωτοζήση! Έκαμνε κάθε αγόρι της προκοπής το σταυρό του και τράβαγε κατά την «Ανατολή». Καλλιφορνία είταν τότες η Ανατολή. Πέρασε εκεί κακορρίζικα χρόνια· κακορρίζικα, με το να πλάκωσαν άξαφνα δύστροποι χρόνοι. Και σα να μην έσωναν οι κακές οι σοδιές, βρέθηκε να είνε τότες κ' οι «Ζεϊμπέκοι» στη δόξα τους, και να πάρουν απάνω τους δεν μπορούσαν οι ξενιτεμένοι οι νησιώτες.

Είπε, μα δεν απάντησε ο Έχτορας μια λέξη, Μον πέρασε σαν αστραπή, ζητώντας να χτυπήσει 690 γλήγορα πίσω τους οχτρούς και ναν τους δεκατίσει.

Πέρασε πολλή ώρα όσο ναλλάξουμε τη θέση μας, μα όταν το κάναμε σηκώθηκε η Έλσα κι άναψε όλα τα φώτα, σα να είχαμε γιορτή. Έπειτα φώναξε τα παιδιά μέσα κι όλα ήρθανε σιωπηλά και ξαφνισμένα και δε χρειαζόμαστε να τους εξηγήσουμε τίποτε.