Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Έτσι πήγαινε η δουλειά, όντας μια μέρα το μπεόπουλο της χώρας γυρίζοντας απ' το κυνήγι, πέρασε με τ' ασκέρι του απ' το μύλο κοντά το μεσημέρι. Ο μυλωνάς σα ραγιάς τους δέχτηκε χαρούμενος, θέλοντας μη θέλοντας. Έσφαξε καπόνια κι έστειλε στη χώρα για κρασί. Το μεσημέρι κάθισαν στην τάβλα το μπεόπουλο και τα συντρόφια του καμιά εικοσαριά.
Μ' ευτυχίαις όλων μάγευε τ' αυτιά ... μη, καϋμένε, ήσαι τόσο σιχαμένος! φθάνει κι' η μουρμούρα κι' η τσαναμπετιά, πέρασε μια ώρα ευχαριστημένος. Πότε τέλος πάντων θε να ξεθυμάνης; πότε πια τη γρίνια θα την βαρεθής; την ψυχρή σου γλώσσα πότε θα ζεστάνης;... Φα την επί τέλους, πριν να φαγωθής.
— Και ποιος να είνε ο γαμπρός απόψε; πετιέται και λέει μια γυναικίσια φωνή από το σκοτάδι απομέσα. Είταν η μαζώχτρα η Ασήμω. Άλλο τόσο το χαίρουνταν απέξω αυτή το ξεφάντωμα, σα να τόκαμαν εξεπίτηδες, να τα πιστέψη ο κόσμος. Τούσωναν του Δημήτρη αυτά τα λόγια. Τράβηξε ίσια σπίτι του. Την πέρασε ποδοβολώντας απάνω και κάτω ως την αυγή.
Τους άλλους πήγαινε άκουρους Αργίτες να σηκώσεις, κι' ας μπούμε εφτύς στον πόλεμο, τι πάτησαν τους όρκους οι Τρώες... όμως θάνατος τους καρτεράει και κλάψες, 270 που πρώτοι αφτοί μας βλάψανε, τους όρκους αθετώντας.» Είπε, κι' εκείνος πέρασε με τη χαρά στα στήθια. Και προχωρώντας φτάνει ομπρός στους Αίιδες, κι' εκείνοι οπλίζουνταν, και σύγνεφο πεζών τους ακλουθούσε.
Ο Κύριος βαρώνος του Τούντκρ-τεν-τρονκ πέρασε πλάι από το παραβάν, και βλέποντας αυτήν την αιτία κι' αυτό το αποτέλεσμα, έδιωξε τον Αγαθούλη από τον πύργο με δυνατές κλωτσιές στον πισινό· η Κυνεγόνδη λιποθύμησε· μόλις συνήλθε μπατσίστηκε από την κυρία βαρωνέσσα: και όλα έγιναν θλιβερά μέσα στο ωραιότερο και ευχαριστότερο παλάτι, που ήταν δυνατό να υπάρξη.
Πέρασε, σε παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα εκατοστάρικο. — Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται. Είνε αντικρύ 'ς την ψηφοφορία, και ο κόσμος μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας. — Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.
ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο! ποια άβυσσος μεγάλη τώρ' ανοίγεται, με συφορές, όπου γι αυτές καθένας θα δακρύση. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το πρόσωπό σου βλέποντας η θλίψι με γεμίζει, ώ κόρη μου, και γίνομαι έξ' απ' τον εαυτό μου. Το ένα κακό δεν πέρασε που έλυωσε την ψυχή μου, και τώρα με τα λόγια σου άλλο κακό με δέρνει σαν κύμα, που σε συφοράς εμπήκες νέους δρόμους απ' τα σημερινά κακά.
Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε τ' αφεντικού η φοβέρα και κόβουν δρόμο. Μα πολύ δεν πέρασε, και να το θωράει της στράτας το στενό του γέρου ο γιος Νεστόρου. Της γης εκεί είταν σπάσιμο, πούχε κατέβει ρέμα 420 με τις βροχές και τόσπασε γουβιάζοντας το δρόμο. Εκεί ο Μενέλας έτρεχε και ζήταε ν' αποφύγει το λάκκο ομπρός του. Μα έξαφνα αφίνει τη γραμμή του κι' ορμάει λοξά ο Αντίλοχος χτυπώντας τ' άλογό του.
Ποιος θα μας πη πόσα ρυάκια μάζωξε στο δρόμο; Ποιος θα μας πη, ύστερα από τόσες χώρες που ξέπλυνε, που τα νερά του είναι πάντοτες τα ίδια, που η φύση τους δεν άλλαξε λιγάκι; Πέρασε από τόσα χώματα μέσα, που θα πήραν τα νερά του καινούρια στοιχεία, καινούρια σώματα που δεν είχε πρώτα.
Στις επαρχίες τις πάνε στην ταβέρνα· στο Παρίσι τις σέβονται, σαν είναι ωραίες, και τις πετούνε στα σκουπίδια, σαν πεθαίνουνε. — Τις βασίλισσες στα σκουπίδια! είπε ο Αγαθούλης. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος. Ο κύριος αββάς έχει δίκιο. Ήμουνα στο Παρίσι, όταν η δεσποινίς Μονίμη πέρασε απ' αυτή τη ζωή στην άλλη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν