Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Στα χωριά άρχισαν όλες οι γλώσσες να μιλιούνται κι από κει βγήκαν οι πιο περίφημες. Από τα διάφορα χωριά, όταν τα συγκρίνουμε το ένα με τάλλο, είναι που θα διούμε πώς μορφώνουνται, πώς γεννιούνται, πώς λίγο λίγο ξαπλώνουνται, πώς καταντούν οι γλώσσες να είναι γενικές κι από πόσα στάδια πέρασε ένας τύπος, προτού να φτάξη στο βαθμό που βλέπουμε να βρίσκεται τώρα.

Από μωρό παιδί τονέ διάβαζε ο Ιουλιανός, όσο κι αν πολεμούσαν οι άλλοι δάσκαλοι του να κρύβουν τα έργα του από ζούλια. Γνωρίζοντας να τον κολακεύη με τρόπο ο Λιβάνιος έμνησκε πάντα στενός του φίλος. Αφού πέρασε μερικόν καιρό στην πρωτεύουσα της Συρίας, ξεκίνησε τέλος προς την Περσία.

Τάστειλε αυτά ο Ιουστινιανός στους χριστιανούς των Άγιων Τόπων. Κατόπι από τα λάφυρα εκείνα πέρασαν ατέλειωτες σειρές σκλαβωμένοι Βαντάλοι, όμορφοι κι αψηλόκορμοι άντρες, τέλος κι ο ίδιος ο Γελιμέρος φορεμένος πορφύρα. Ο Βελισάριος πέρασε περπατώντας μαζί με τους πολεμιστάδες του.

Όλη η ζωή της πέρασε τότε για μια στιγμή μπροστά της, καθώς καθότανε μοναχή της, κάτω από τη μισοσβυσμένη λάμπα, ακουμπησμένη με τους δύο της τους αγκώνες απάνω στο τραπέζι Θυμήθηκε μια Λαμπρή που ήταν κοπέλλα δεκάξη χρονών στο νησί, κι' ο πατέρας της τσουγκρίζοντας ταυγό με τον κουμπάρο του τον Καπετάν Θανάση τον Απίκραντομακαρίτες κ' οι δυοκάτι γνέψανε ο ένας στον άλλον που το είχε μισοκαταλάβει η Ταρσίτσα κ' έγινε πιο κόκκινη απ' το αυγό.

Με τη βόλτα, η κάπως πικρή ευθυμία των συντρόφων του πέρασε και στον Τζατσίντο. «Πάμε στο θέατρο, θείε Πιέτρο; Αυτή την ώρα στις πόλεις της Ιταλίας αρχίζει η ζωή και η διασκέδαση. Μπροστά από τα θέατρα περνούν πολλές άμαξες, σαν μαύρο ποτάμι. Βλέπει κανείς ακόμη και κυρίες να κάνουν βόλτα με τα σκυλάκια τους….» Ο Μιλέζος γέλασε τόσο που τον έπιασε λόξιγκας.

Ήταν το τρεχαντήρι που πέρασε κάπως μακριά με τα πανιά σα σπαθιά· κι' ήταν το λιμανάκι πέρα που μόνον οι βάρκες ορίζανε την ύπαρξή του· κι' ήταν ο νέος σημαιοφόρος που πέρασεν από πίσω του με τα παπούτσια του που τρίζανε σα να περπατούσε πάνω σε κόκκαλα· κι' ήταν μια φυσαρμόνικα κάτω στο υπόφραγμα που δεν ταραζότανε τώρα από τα τραγούδια παρατημένη μισάνοιχτη στην άκρη ενός πάγκου.,, Και ήταν ότι νάβλεπεν από κει σαν ψεύτικο, σα να τόβλεπε μέσ' από τζάμι ή μέσα στην αντανάκλαση του νερού.

Κι ο Νίκος καθόταν εκεί ασάλευτος, στριμωγμένος απάνω της, και δεν ήξερε κι αυτός πούθε τουρχόταν τόση χαρά, τέτοιο γούστο για τους μασκαράδες σαν ποτέ του . . . Φρρ ! έκαμε μια κορδέλλα από σερπαντέν και πέρασε μια θηλειά γύρω στα κεφάλια του Νίκου και της Λιόλιας που είδαν κ' έπαθαν ως να ξεμπλεχτούν . . . Πήρε φωτιά τότες η Λιόλια κι άρχισε να ρίχνη το χαρτοπόλεμο με τις χούφτες απ’ τη σακκούλα του Νίκου σ' όποιον περνούσε . . κι ο Νίκος πετούσε σερπαντέν.

Πέρασε κ' ένας σταυραετός, πέρασε απάνω-απάνω, Και σαν να 'νοιάστηκε κι' αυτός την ωμορφιά της κόρης, Χαμήλωσε ως τον ποταμό κ' αρπάζει την ποδιά της, Τη λαχουριά της την ποδιά, τη χρυσοκεντημένη, Πούχε ξομπλιάσει απάνω της τον ουρανό με τάστρα. Και σκούζ' η άμοιρη Μαριώ και κλαίει την ποδιά της. Ο σταυραετός μεσουρανίς χάθηκε μέσ' 'ς ταστέρια.

Μα κώλωσε ο Ακάμας σαν είδε το γιουρούσι του, κι' αφτός το Βιλιονέα χτυπάει του μυριοπρόβατου Φόρβα 'να γιο, τον Τρώα 490 π' αγάπαε πιο πολύ ο Ερμής και τούχε βιος χαρίσει, τι η μάννα του μοναχογιό τον έκανε μαζί του· αφτόν στη ρίζα του ματιού κάτου απ' τα φρύδια τότες βαρώντας, τούβγαλε το φώς· και πέρασε ο χαλκός του το μάτι, κι' όξω διάβηκε ίσα ως στο σνίχι αντίκρυ. 495 Κι' έκατσε χάμου, απλώνοντας ο νιος τα διο βραχιόνια.

Θαρρούσε πως το έβλεπε ακόμα το άσπρο περιστεράκι με την κόκκινη κορδελίτσα, που ήρθε και κάθησε στο παράθυρο της ξαποσταμένο. Μα ένα σύννεφο πάλι πέρασε και θόλωσε το λογισμό της. Τα λόγια του Λαλεμήτρου βουίζαν σταυτιά της. — «Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται». Κ' εγώ περιμένω γράμμα. Στέλνουν γράμματα οι πεθαμένοι στους ζωντανούς; Και ωστόσο πρόσμενε στο παραθύρι.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν