United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έζησες, τρελλή μου λεύκα, της απάντησε το κυπαρίσσι, αλλοίμονο! μόνο εδώ μέσα, σ' αυτή τη ρεματιά. Κάτου απ' το πεύκο που βούιζαν τα κλαριά του σαν ποτάμι κι' έτριζε το κορμί του στον αέρα, βρήκαν μια καρδιά που είχε πεθάνειμα δε μπορούσε να λησμονήση.

Θαρρούσε πως το έβλεπε ακόμα το άσπρο περιστεράκι με την κόκκινη κορδελίτσα, που ήρθε και κάθησε στο παράθυρο της ξαποσταμένο. Μα ένα σύννεφο πάλι πέρασε και θόλωσε το λογισμό της. Τα λόγια του Λαλεμήτρου βουίζαν σταυτιά της. — «Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται». Κ' εγώ περιμένω γράμμα. Στέλνουν γράμματα οι πεθαμένοι στους ζωντανούς; Και ωστόσο πρόσμενε στο παραθύρι.

Σύννεφα από άσπρες και κιτρινωπές πεταλούδες πέταγαν εδώ κι εκεί, κάθονταν και μπερδεύονταν στα λουλούδια των μπιζελιών, οι ακρίδες πετιόντουσαν και ξανάπεφταν σαν να τις παρέσερνε ο αγέρας, οι μέλισσες βούιζαν γύρω από τις ξερολιθιές και έμοιαζαν χρυσές από τη γύρη των λουλουδιών όπου κάθονταν. Μια σειρά παπαρούνες φλέγονταν ανάμεσα στο μονότονο πράσινο του χωραφιού με τα κουκιά.

Έτσι άρχισα την κουβέντα μου με τον Παρμένοντα• «Βέβαια, Παρμένων, θα βούιζαν τ' αυτιά σας εκεί που ήσαστε, διότι πάντοτε σας εμελέτα κι' έκλαιε η κυρά μου, μάλιστα αν ήρχετο κανείς από τον πόλεμον και όταν εμαθαίναμε ότι εσκοτώθηκαν πολλοί, ετράβα τα μαλλιά της, εκτύπα τα στήθια της και ήτον απαρηγόρητη». ΠΑΝ. Εύγε, Δορκάς, ωραία τα είπες.