United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και προς την μίαν ώραν της νυκτός βλέπω έναν ευνούχον να έρχεται προς εμένα, ο οποίος μου είπε διά να τον ακολουθήσω· εγώ ακολουθώντας τον με προθυμίαν, με έμβασεν εις το χαρέμι από μίαν κρυφήν πόρταν, της οποίας αυτός εκρατούσε τα κλειδιά, και με έφερεν εις τον χοντζερέ της Ρετζίας· έστεκεν αυτή επάνω εις χρυσές μαξιλάρες και ολόγυρά της ήτον εκείνες οι ίδιες γυναίκες που εις το περιβόλι είχεν· οι οποίες ευθύς που με είδαν να φανερωθώ εκεί, εσηκώθησαν ευθύς φωνάζοντας ιδού ο κασιδιάρης που έρχεται να μας περιδιαβάση.

Μα μήτ' αυτό δεν έσωνε, παρά και χρυσές πλεξούδες τους κρέμαζαν οι παραστεκάμενες, και με δέσιμο Περσικό τους περίζωναν το κεφάλι τους. Άλλες πάλι άφιναν ψιλές ψιλές πλεξούδες κ' έπεφταν απάνω στους ώμους, σκεπάζοντας το κεφάλι με χρυσοΰφαντα φακιόλια ή με σκουφάκια από δίχτι καταστόλιστο πετράδια. Σαν τέλειωνε το συγύρισμα τω μαλλιώνε, άρχιζαν και τάλλα στολίσματα.

Από κει λοιπόν ονομάστηκαν οι περίφημοι οι Φοϊδεράτοι , οι στρατιωτικοί εκείνοι με τις χρυσές τις τραχηλιές, με ταρχοντικά τα στολίδια, με τους μεγάλους μιστούς, και με τις παραλυμένες συνήθειες.

Έπειτα οι σκλάβες τον έβαλαν και εκάθισεν εις ένα θρονί και ευθύς του έφεραν ένα εξαίρετον σερμπίτι, εις κούπες χρυσές κεκοσμημένες με πετράδια, το οποίον το έπιε μαζί με την Κυράν.

Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου... Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σουγια να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη... Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες. Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον Ημών...

Ο τόπος, όπου γεννηθήκαμε, κι' όπου μας φώτισε πρώτη φορά ο ήλιος με τες χρυσές του αχτίδες, είναι για τον καθένα μας τόπος ιερός και αγαπητός, είναι τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στη μεγάλη μας πατρίδα, την ελεύτερη και τη σκλαβωμένη ακόμα Ελλάδα, όπως η Εκκλησιά είναι ο τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στο Θεό.

Ένα γλυκό αεράκι σάλεψε τα κλαδιά του γεροπλάτανου και δυο αχτίδες χρυσές γλυστρήσανε απ' τη φυλλωσιά του και πλέξανε μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι της. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά και είπε μέσα του: — Πόσο της μοιάζει για βασίλισσα!

Και η προσευχή ηχούσε αργόσυρτη και μονότονη και έμοιαζε να πάλλεται μακριά, πέρα από τον χρόνο. Η λειτουργία ήταν για τα σαράντα κάποιου και ένα μαύρο ύφασμα με χρυσές φράντζες σκέπαζε το κάγκελο του ιερού. Ο παπάς ντυμένος στα άσπρα και μαύρα έστρεφε αργά με υψωμένα τα χέρια, με δυο ακτίνες φωτός να τον περιβάλλουν, που λες και ξεπηδούσαν από το κεφάλι του, όμοιο μ’ εκείνο ενός προφήτη.

Οι άλλες λεύκες τίναζαν τα ξερά και μαραμένα φύλλα τους σαν δάκρυα μέσα στο ήσυχο το ρέμα· τα σπάρτα ξέχασαν τα χαρωπά παιγνιδίσματα με τις χρυσές ακτίνες και μόνο ταγκαθωτά φύλλα τους έτριζαν λυπητερά με τις άγριες πνοές· οι καλαμιές, σαν γερόντισσες ξερακιανές, τρέκλιζαν με τις αύρες που τους ζητούσαν ερωτικά παιγνίδια, γαργαλίζοντας τα χλωμά και στεγνωμένα φύλλα τους.

Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησιάς, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους.