United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βασιλέα μου, απεκρίθη ο Βεζύρης· η μεγαλειότης σου δεν πρέπει να το θαυμάζης· καθένας έχει τα βάσανά του· δεν είναι άνθρωπος επάνω εις την γην, που να μην είναι χωρίς θλίψιν και βάσανον. Η απόκρισίς σου δεν είναι σωστή, απεκρίθη ο Βασιλεύς· αν του λόγου σου έχης καμμίαν κρυφήν θλίψιν που να σε βασανίζη, από αυτό δεν ημπορείς να ειπής ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι χωρίς βάσανον.

Καθώς τα μυρμήκια, το θέρος, δεν παύουν ένα-ένα αποτελούντα ατελείωτον λιτανείαν εις την άκραν του δρόμου να σύρουν από ένα κόκκον, ή ψόφιαν μυίαν, ή ό,τι δήποτε, βαδίζοντα ακούραστα προς την αποθήκην των, την μικράν οπήν της γης, ούτω και η πολυκέφαλος συντροφιά του Λούκα, ο Θανάσης ο Παπουδής, κι' ο Παναγής της Χρόναινας, κι' ο Ανάστασης ο Αμπάς κι' ο Αλέξης της Μυλωνούς και οι λοιποί, εσχημάτισαν μακράν πομπήν, μετακομίζοντες επ' ώμων τας ράβδους τας σιδηράς και τα αγγεία, εις την καλύβην πέραν, την κρυφήν, και εις την σπηλιάν την οποίαν είχεν υποδείξει ο Λούκας.

Σήμερον δε το ταχύ εβγήκα με αυτόν και με ένα σκλάβον, διά να υπάμε εις το κυνήγι. Και ωσάν εξεμακρύναμεν έως μίαν ώραν δρόμον, ο βασιλεύς ενθυμήθη πως ελησμόνησεν ένα πράγμα πολλά αναγκαίον εις το κρεββάτι του· όθεν γυρίζοντας εις το Κάστρον ξεπεζεύει από το άλογόν του, και μου λέγει να τον καρτερήσω εκεί· και αυτός από μίαν σκάλαν κρυφήν εμβήκεν εις την κατοικίαν της βασίλισσας.

Εξύπνησα δε διαφορετικός την πρωίαν εκείνην. Είχα κάποιον θάρρος ανακτήσει εις την ψυχήν μου, κάποιαν ανεξήγητον, κρυφήν χαράν. Έκαμα αμέσως τον σταυρόν μου και ησπάσθην ευλαβώς την χρυσήν μου καδένα χωρίς να την βλέπω. Μου εφάνη δε ότι την πρωίαν εκείνηνπρώτην φοράνευωδίαζε, σαν θυμίαμα, σαν άγιον λείψανον. Ενθυμήθην τότε τον Εβραίον πάλιν και έλεγα: Καλά μου έλεγε.

Αλλά να το φυλάξετε μυστικό, παιδιά μου. Εγώ θα σας πω πότες. Παρεκάλεσεν ο κυρ-Δημάκης. Και είδεν ευχαρίστως τότε ότι αι προς αυτόν, τον ξένον και έρημον, περιποιήσεις μητρός και κόρης, ηύξησαν, ως ήτο φυσικόν, εις το έπακρον. Του έπλυνον, του εμαγείρευον, του έστρωνον. Και μάννα και κόρη το είχον κρυφήν χαράν το μυστικόν των.

Την στιγμήν καθ' ην η θεια Μυγδαλίτσα, εγκαταλιπούσα τους ποιμένας, ανεχώρει διά την κωμόπολιν, από την κρυφήν μεγάλην ελπίδα της μη συλλογιζομένη ούτε τον νυκτερινών πόνον της οδού, διότι ήτο ακούραστος και υπομονητική γραία, ούτε των πειρακτικών πνευμάτων τας παγίδας, διότι, αφού ελάλησεν ο πετεινός, οι σκαλικατζάροι απεσύροντο εις τας οπάς των εντός των κούφιων κορμών και των βράχων, την στιγμήν εκείνην εσήμαινον εν τη μεσημβρινή της νήσου πολίχνη οι κώδωνες των ναών, διά την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων.

Δεν ήτον δε απίθανον ο αγροφύλαξ εκείνος και να ησθάνετο μέσα του κρυφήν συμπάθειαν προς την φεύγουσαν, την διωκομένην, την τρέχουσαν επάνω εις τα κατσάβραχα, μ' αιματωμένους τους πόδας, δυστυχή γυναίκαπερί της ενοχής της οποίας ουδέ ήτο καν βέβαιος.

Η γυνή επήρε το καλάθι της εις τους οδόντας, επήδησεν αποφασιστικώς, και διέβη αισίως το φοβερόν πέραμα. Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δύο νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδε το πέραμα κ' εστάθη. — Σου βαστά, η καρδιά σου; είπε με κρυφήν χαιρεκακίαν ο σύντροφός του. — Δεν είναι άλλος δρόμος; — Δεν είναι. — Εσύ θα τώχης περάσει πολλές φορές, είπεν ο στρατιώτης. — Εγώ, όχι! ηρνήθη ο αγροφύλαξ.

Τέτοιο κορίτσι η Μιλάχρω; Να μη βασκαθή! — Σαν το κρύο νερό! προσέθετον άλλαι. — Πού τώχες, θαπώ, Μιλάχρω, κρυμμένο; — Πού θενά τώχω! απήντα η Μιλάχρω με κρυφήν χαράν, Μες ς' τον φούρνο! Πλην δεν το είχε διόλου μέσα εις τον φούρνον. Μέσα εις τον φούρνον εψήνετο αύτη η πτωχή.

Ό,τι λογής επιμέλειαν έκαμεν ο Μουζαφέρ με τον υιόν του διά να κρατήση κρυφήν αυτήν την υπόθεσιν, το συμβεβηκός του Χουλά έκαμε τόσην ταραχήν εις όλην εκείνην την χώραν, που πολλοί άνθρωποι ευγενικοί έτρεχαν από την περιέργειάν τους, διά να ιδούν αυτά τα δύο υποκείμενα που η αγάπη τα είχε τόσον σφηκτά ανταμωμένα, και από το πολύ πλήθος που έτρεχεν, ο Κουλούφ και η Δηλαρά δεν είχαν ουδέ μίαν ώραν ησυχίαν.