United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκείνου μεν την λύπην ευκόλως θέλει εννοήσει πας πατήρ, ούτινος η θυγάτηρ, μ' όλην αυτής την ωραιότητα και τον πλούτον και την επιμελημένην, ως λέγομεν σήμερον, ανατροφήν, παρήλλαξεν ήδη άνυμφος την πρώτην νεότητα· της θεάς δε το πείσμα θέλει δικαίως εκτιμήσει πάσα ωραία γυνή, ήτις, συνειθισμένη εις όλου του κόσμου το θυμίαμα, βλέπει αίφνης το θυμιατήριον στρεφόμενον προς νέαν θεότητα.

Έτσι ε; του είπε αναμπαιχτικά, στεκάμενος αντίκρυ του· δεν δίνεις, χέρι και συ! Τρως το λάδι μου, καταλείς τα κεριά μου, δέχεσαι το θυμίαμα και τα γονατίσματα του φτωχόκοσμου και την ώρα που σε χρειάζεται δεν λες και συ να τον βοηθήσης. Σύντροφος λοιπόν με την τύχη μου και συ· κόντρα και συ!

Η νεάνις μετ' ολίγον, τακτοποιήσασα πάντα, ήναψε τας κανδήλας, η γραία έρριψε θυμίαμα επί του προχείρου εκείνου θυμιατού, ήναψε τα κηρία οπού έφερε μαζί της, και προσηύχετο ενώπιον της εικόνος του Χριστού, παραπονουμένη μετά δειλίας πενθίμου: — Για πέντε συχνάτσες!

Όταν υπό τα σκήπτρα σας Νέους λαούς καλείτε, Νέους ιδρώτας θέλετε Εσείς διά να πληρώσητε Πλουσιοπαρόχως, Τα ξίφη οπού φυλάγουσι Τα τρέμοντα βασίλειά σας, Τα ξίφη οπού τρομάζουσι Την αρετήν, και σφάζουσι Τους λειτουργούς της. Θέλετε θησαυρούς Πολλούς δια να αγοράσητε Κρότους χειρών και επαίνους, Και τ' άπειστον θυμίαμα Της κολακείας.

Εις το άλλο ευρίσκετο ένα πήλινον θυμιατήριον, ένα τασάκιήμισυ αραποκαρύουμε θυμίαμα, ένα ελαδικόν πήλινον, απόκηρα και ένα κουτί σπίρτα.

Νυχθημερόν εκάπνιζε το θυμίαμα, εκαίοντο κηρία και αντήχουν οι κώδωνες και του πλήθους αι ζητωκραυγαί.

θυμίαμα κι’ αλάτι τον αρπάζουν, του παίρουν τη φωνή και τον παν στα σπήλια τους. Όταν είναι ανεμοστρόβιλος και χορεύουν τα δεντρόφυλλα σύγκυκλασύγκυκλα, ο λαός πιστεύει, ότι χορεύουν Ξωτικιές, κι’ αναμερούνε, κάνοντας το σταυρό τους. Αναφέρονται πολλοί πιστικοί, ως αρπαγμένοι από τες Ξωτικιές.

Και τον μεν λιβανωτόν συνάζουσιν εκ του καπνού της στύρακος την οποίαν κομίζουσιν εις αυτούς οι Έλληνες και οι Φοίνικες. Καίουσι την στύρακα και λαμβάνουσι το θυμίαμα, διότι τα λιβανωτοφόρα ταύτα δένδρα φυλάττουσι πτερωτοί όφεις μικροί και πολυποίκιλοι· φυλάττουσι δε πολλοί εις έκαστον δένδρον.

Ο καπετάν Γιάννης παρασταθείς και αυτός περί το τέλος της ιεράς εκείνης σκηνής, της οποίας είχεν οσφρανθή το ευώδες θυμίαμα διασκορπισθέν από της πρώρας εις όλον το πλοίον, δεν ηδυνήθη να κρύψη ένα δάκρυ και αυτός, μ' όλας τας φαιδράς και θυμήρεις έξεις των τρόπων του, και είπε λαμβάνων και αυτός από τα κόλλυβα: — Οι πεθαμένοι πολλαίς φοραίς έχουν ανάγκην των ζωντανών. Είναι αλήθεια!

Ναι . . . δεν λέγουσι, καλή είνε και η δάφνη, και οι πανηγυρισμοί νόστιμοι, και το θυμίαμα ευώδες· αλλ' ιδανικά όλ' αυτά . . . πολύ ιδανικά· διά τούτο δε ίσως και τόσον ευκόλως χορηγούνται. Οι μεγάλοι άνδρες, όσον μεγάλοι και αν ήνε, δεν δύνανται να τραφώσι διά δόξης μόνον και λιβανωτού.