Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Ενόμιζεν ότι ήκουεν εν τη σιγή της νυκτός ένα προς ένα τους λόγους του επιτιμίου και τους εδέχετο, ως τόσας μυλόπετρας κατά της κεφαλής του. Εν τη σκοτία του δωματίου του διέκρινε μαύρον σύννεφον καπνού, δυσώδες, το οποίον τον απέπνιγε. — Φέξε, θεέ μου, φέξε! έλεγεν αναπηδών έντρομος. Ούτω μετά χαράς είδε το γλυκοχάραγμα σημαδεύον την έλευσιν της ημέρας.

Ο Παύλος κάθε βράδυ περνούσε από το σπίτι τους σκυφτός και συλλογισμένος κ' εκείνη καθότανε πάντα κάτω στο περιβόλι, μ' ένα εργόχειρο στο χέρι. Το βήμα του Παύλου ακουότανε πάντα την ίδιαν ώρα, σιγαλό και ρυθμικό, στην ώρα του δειλινού κ' ύστερα η σκιά του περνούσε όξω απ' τα ψηλά κάγκελα του κήπου, αφίνοντας ένα συνεφάκι καπνού από τσιγάρο νανεβαίνη αλαφρυά στον ήσυχον αέρα.

Κατόπιν ήλθε και η κυρά-Μιχάλαινα, κατηφής πρώτην φοράν, με την λαμπάδα της εσβεσμένην και ανεόρταστος, χωρίς να σημειώση επί του ανωφλίου της θύρας, διά του καπνού της καιούσης λαμπάδος, τους τρεις σταυρούς. Και πάραυτα, χωρίς περιστροφάς, εκχύνει το άλγος της ψυχής της: — Η Πεντέλη το πούλησε το Μετόχι.

Ουδέποτε έγεινε λόγος μεταξύ αυτών περί επισκέψεων του νέου έτους, ούτε περί καπνίσματος, ούτε περί φόρου επί του καπνού η οιουδήποτε άλλου· δεν χαρτοπαικτούσι, δεν πίνουσι παρά νερόν ή γάλα όταν είνε μικρά· δεν συντηρούν στρατούς, αγνοούν τι θα ειπή πατρίς και ιδιοκτησία, και εκ τούτου ούτε δίκας εγείρουσιν ούτε κινούσι πολέμους, αλλά μόνον μονομαχίας περί πραγμάτων τα οποία ενδιαφέρουσιν αυτά αμέσως και προσωπικώς, περί της νομής λ. χ. πολυχλόου τινός λειμώνος ή της ευνοίας ωραίας τινός ομοφύλου των, γάτας, σκύλας, λεαίνης, φοράδας ή ελαφίνας.

Εκ πρώτης όψεως εφάνη εις τον Βινίκιον ότι, όχι μόνον η πόλις κατεβιβρώσκετο από τας φλόγας, αλλ' ο κόσμος ολόκληρος, και ότι τίποτε δεν θα διέφευγεν από τον ωκεανόν εκείνον του πυρός και του καπνού. Είχεν ήδη εξημερώσει και ο ήλιος εφώτιζε τας κορυφάς των πλησίον λόφων. Ο Βινίκιος δεν ηδύνατο να συγκρατηθή επί του ίππου του, εκέντριζε και εκτύπα αυτόν διά να φθάση όσον το δυνατόν ενωρίτερον.

Και πότε νάβγει η ρόδινη περικαλιέται αβγούλα, 240 τι τάζει, τ' ακροφίγουρα των καραβιών θα κόψει, κι' αφτά θα κάψει μ' άσβυστη φωτιά, και τους Αργίτες θα πελεκήσει εκεί κοντά μες στου καπνού τη ζάλη. Τα τρέμω αφτά κατάκαρδα, μην του τη βγάλουν πέρα την παινεσιά οι θεοί, κι' εμάς μην είναι εδώ γραφτό μας 245 να πέσουμε όλοι δίχως πια να ξαναδούμε τ' Άργος.

Το πλήθος ανεγνώρισε τον Αυγουστιανόν εκ του πλουσίου χιτώνας του και πάραυτα κραυγαί αντήχησαν: «Θάνατος εις τον Νέρωνα και εις τους εμπρηστάς τουΕκατοντάδες βραχιόνων ετείνοντο απειλητικαί κατά του Βινικίου. Αλλ' ο ίππος του φοβισμένος έτρεχε μακρύτερα, ποδοπατών τους εφορμώντας και νέον κύμα καπνού εβύθισε την οδόν εις το σκότος.

Οι γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται ότι κάπως εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος ταχυδρόμος, εις ον ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν σιγάρον, σύρει την πενιχράν του καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού. — Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.

Εάν μου κάμης αυτό το καλό, είπεν επί τέλους, θα γενώ σκλάβα σου, να σκουπίζω το κατώφλιον του σπιτιού σου με τας βλεφαρίδας των οφθαλμών μου! — Είτα ήρχισε να διηγήται: Ήταν πριν γενή το μονοπωλείον του καπνού στην Πόλι. Ο Κιαμήλης μου δεν ήτον παιδί για να γένη σ ο φ τ ά ς και να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, καθώς τον βλέπεις τώρα.

Ο χιτών του ήρχισε να καίεται εις πολλά μέρη, αλλά δεν επρόσεχεν εις τούτο και εξηκολούθει τον δρόμον του. Εις το στόμα ησθάνετο γεύσιν καπνού και αιθάλης, ο λαιμός του και οι πνεύμονες του κατεκαίοντο. Το αίμα συνέρρεεν εις την κεφαλήν του και από στιγμής εις στιγμήν τα πάντα τω εφαίνοντο κόκκινα, και αυτός μάλιστα ο καπνός.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν