Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Ενίοτε σταματά, στρέφει έν σιγάρον από πενιχρών τινων συντριμμάτων καπνού, άτινα υπολείπονται εις τους μυχούς κωνοειδούς χαρτίνου θυλακίου, χαίνοντος μελαγχολικώς επί της τραπέζης, ροφά εκ βάθους πνευμόνων τον αναδιδόμενον καπνόν, και παρακολουθεί δι' αλλόφρονος βλέμματος τας ηρέμα διαλυομένας κυανάς του έλικας.

Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχονται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.

Ο Βινίκιος ώρμησεν εις την οδόν και ήρχισε να τρέχη με όλας του τας δυνάμεις προς την Λιμενίαν οδόν, προς το μέρος, εκ του οποίου είχεν έλθει. Αι φλόγες εφαίνοντο να τον καταδιώκουν, άλλοτε περικυκλούσαι αυτόν με νέφη καπνού, άλλοτε καλύπτουσαι αυτόν με σπινθήρας, αίτινες έπιπτον επί της κεφαλής, του λαιμού και των ενδυμάτων του.

&Εκολακεύθη μεν, το ομολογώ, η φιλοτιμία μου εκ της υπερτιμήσεως, την οποίαν ήξιζα ήδη, αλλ' αι καπνού και λίπους απόζουσαι χείρες του νέου μου κυρίου επείραξαν τα νεύρα μου φοβερά. — Ούτος με απέθηκεν επιμελώς εις τα βάθη μεγάλου θυλακίου του πανταχόθεν καταρρέοντος επενδύτου του, όπου, προς μικράν μου καν παρηγορίαν, απήντησα και άλλας εκ των αδελφών μου τεθαμμένας εκεί προ εμού.

Από τα πλάγια των βουνών πέρα, όντας φτάναμε σε κανένα μικρό άνοιγμα του δάσους, φαίνουνταν πού και πού και καμιά κορδελίτσα σταχτόχρωμου καπνού να ξετυλιέται από καμιά καλύβα τσοπάνου προς τον ουρανό.

Διότι αυτός ο θάνατος δεν είναι μόνον του Ηρακλέους και του Ασκληπιού, αλλά και των ιεροσύλων και των φονέων, τους οποίους συχνά βλέπομεν να καταδικάζωνται εις τοιούτον θάνατον. Ο δε διά καπνού θάνατος, είνε και προτιμότερος, διότι είνε ο ιδιαιτέρως αρμόζων εις υμάς τους Κυνικούς.

Από τριγμούς γεμίζουν Απαύστως ολοτρίγυρα Μεγίστην πεδιάδα, Κανείς δε δεν εμέτρησεν Αυτών το πλήθος. Όμως οι κυνηγοί Βάνουν φωτιάν 'κεί μέσα, Κ' ευθύς από μίαν άκραν 'Πέρασ' η φλόγα εις άλλην Καίουσα τα πάντα. Πανέρημος, ξεσκέπαστη Αστράπτει τώρα η πλάτη Των υδάτων, εσκόρπισεν Ο άνεμος τα λείψανα Καπνού και στάκτης.

Τα βουνά απέναντι και στο βάθος της κοιλάδας έμοιαζαν με ηφαίστεια: σύννεφα καπνού αυλακωμένα από ωχρές φλόγες κι έπειτα πίδακες γαλαζωπής λάβας και στήλες φωτιάς ανέβαιναν πέρα μακριά, από τη θάλασσα.

Ο Ρένας αισθανότανε τη μυρουδιά του καπνού, κι' έβλεπε το χέρι του να το μαυρίζει η σκιά του. Ο καπνός έβγαινεν από τους καπνοδόχους σα να τον σπρώχνανε με δύναμη, σα να τον φυσούσανε από το άνοιγμα του καπνοδόχου. Κουβάρια, και τόπια, και τούφες, και κύματα, και χεριές, ο καπνός, τραβούσεν ίσα κατά την πρύμη του καραβιού, περνούσε το πρυμιό άλμπουρο και χανότανε. Αυτός ήταν ο καπνός.

Και έδειξεν εις τον μογιλάλον τον πύραυνον του ελαιοτριβείου, μέγαν και φοβερόν, ως της Κολάσεως εν ταις αγιογραφίαις, ένθα βράζει η πίσσα. Πράγματι, εν μέσω πυκνοτάτου καπνού, χήρα μεσήλιξ, με κατάμαυρην μανδήλαν και κατακόκκινον πρόσωπον, παρά το παμφάγον πυρ, ησχολείτο επιμελώς κατασκευάζουσα και ψήνουσα τηγανίτας.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν