Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Τότε ο νεκρός, με μίαν κίνησιν η οποία δεν είχε τίποτε το αντανακλαστικόν, εσηκώθη από το τραπέζι, έκαμε μερικά βήματα εις το μέσον του δωματίου, παρετήρησε μελαγχολικώς γύρω του επί τινα δευτερόλεπτα και τέλος ωμίλησεν. Ό,τι είπεν ήτο ανόητον, αλλ' επρόφερε λέξεις, και η άρθρωσις ήτο ακριβής. Αφού ωμίλησεν, έπεσε και πάλιν εις το έδαφος.
Κάθισε, θεία Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παληά μου βάσανα, θα μου έρθουν, τάχα, σαν όνειρο στον ύπνο μου; — Έτσι τα θυμάται, πλειό, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της. — Αλήθεια! . . . και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ. Η οικία ήτο διπλή.
Οι γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται ότι κάπως εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος ταχυδρόμος, εις ον ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν σιγάρον, σύρει την πενιχράν του καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού. — Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.
— Καλά δουλεύει του Χασάν η φάμπρικα, λέγει ταπεινή τη φωνή ο αναγνώστης εις τον παρακαθήμενον. Αυτός, παιδί μου, είνε μάννα!. . . . απαντά εκείνος. Να τελειώσ' η εκλογή, και θάβγη πάλι με κανένα καινούργιο σπίτι. Κ' εμάς μας περνούν με εικοσιπεντάρικα, 'σαν να είμαστε σπουργίτια. Επιλέγει μελαγχολικώς αναστενάζων ο αναγνώστης, και εξακολουθεί την ανάγνωσιν, Αλή-ελ-Μούσα!
— Μη μου αρχίσης πάλιν εκείνο το Ελέησόν με ο Θεός , υπέλαβεν η γραία μετά ζωηρότητος. 'Σ την ψυχήν μου κάθεται! Κ' έπειτα σ' ακούει ο κόσμος και θαρρούν πώς είσαι αλήθεια του ελέους! — Και δεν είμαι του ελέους; είπεν ο τυφλός μελαγχολικώς. — Ουφ!
Ο Μάχτος εκάθισεν επί σκίμποδος εγγύς της θύρας, και έβλεπε μελαγχολικώς το πέλαγος. Παρήγγειλεν εις τον κάπηλον να τω φέρη ποτήριον οίνου και ύδατος. Ο Κατούνας τον αναγνώρισεν, αλλ' ουδέν είπεν αυτώ. Δύο ή τρεις θαμώνες ευρίσκοντο εν τω καπηλείω. Είς τούτων ήτο ο Σκούντας. Ο Μάχτος αν και εγνώριζεν αυτόν, δεν είχεν αφορμήν ίνα συλλάβη κακήν ιδέαν. Εν τούτοις ο Σκούντας εθεώρει αυτόν λοξώς.
Ο μικρός χείμαρρος κατήρχετο μελαγχολικώς από την δροσεράν σπηλιάν, παραπλεύρως και ολίγον χαμηλότερα του παλαιού Ερήμου μοναστηρίου της Κεχριάς, κ' εκελάρυζε την νύκτα ανάμεσα εις τους βράχους και τους θάμνους, και πότε έπιπτεν εις μικρούς καταρράκτας με ορμήν, πότε εστρώνετο εις μαλακόν ρείθρον ως έλαιον επί της άμμου και των χαλίκων.
Ασθενής αλλά δροσώδης ανέβαινε πάντοτε από του Φαλήρου η αύρα του Σαρωνικού, ο γρύλλος ετερέτιζε μελαγχολικώς την μονότονον αυτού ωδήν υπό τα ξηρά χόρτα, και μακρόθεν, πού και πού, ως σβεννυμένη απήχησις, έφθανεν εις τας ακοάς μας το άσμα πλανήτιδος αηδόνος, μάτην ίσως αναζητούσης δροσερόν καταφύγιον εις τους κήπους της ωραίας εξοχής, ην οι φιλόκαλοι νάξιοι κηπουροί μετέβαλον βαθμηδόν εις κριθοσπάρτους αγρούς και φυτώριον χρυσομήλων.
Είνε αληθές ότι υποφέρει τρομερά εκ της ιδιοτρόπου απαγορεύσεως και σκέπτεται μελαγχολικώς ότι όλαι αύται αι διατάξεις, από της πρώτης εκείνης του δημιουργού μέχρι της τελευταίας της σήμερον, δεν έλαβον κανέν πρακτικόν αποτέλεσμα, ο άνθρωπος τρέχει κατόπιν του απηγορευμένου και ίσως είνε ο μόνος κανών ο χωρίς εξαίρεσιν.
— Δεν θα πας σήμερα σε δουλειά; ηρώτησεν αίφνης, διακόπτουσα το έργον της και ανακύπτουσα η Μαριώ. — Τώρα πειά; πέρασε η ώρα. Έπειτα έχομε και να μιλήσωμε, γυναίκα . . . πρέπει να ιδούμε τι θα κάμωμε . . . — Έχομε καιρό . . . να μιλήσωμε, απήντησεν εκείνη μελαγχολικώς, ενθυμουμένη τα νυκτερινά. Σήκω τώρα! σήκω! Πήγαινε να πάρης λίγο αέρα 'ς το παζάρι . . . να ψωνήσης κι' όλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν