United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουφ! καϋμένε Αγησίλαε, . . να ήξευρες πώς βαρηούμαι! απήντησεν εκείνη παρατείνουσα μετά κόπου τας λέξεις και οιονεί συλλαβίζουσα αυτάς. Επάνω εις την χώνευσιν . . πού ν' αφήσω τώρα τον καϋμένον των Πλούτωνα, που κοιμάται τόσον εύμορφα. — Καλά! υπέλαβεν ο Αγησίλαος· και η τελευταία της λέξεως συλλαβή απήχησεν εις δεύτερον και φωβερώτερον του πρώτου χάσμημα.

Μάλωσε τα παιδιά σου να μη μου χαλνούν τον κήπον. — Έχεις κήπον; — Έχω ένα μικρόν. — Και τι έχεις σπαρμένα; κρομμύδια, μαρούλια; . . . — Όχι. Βασιλικούς και άλλα διάφορα μυριστικά. — Ουφ! είπεν η χωρική, αισθανθείσα αηδίαν επί τη ματαιοπονία της νέας. Και τι σου χρησιμεύουν αυτά; — Μ' αρέσουν, είπεν η Αϊμά. — Και σου τα χαλνούν τα παιδιά μου; — Ναι, — Με ποίον τρόπον;

Ουφ! κ' εκείνος· είπε ο Αριστόδημος· δε θα μ' αφήση ήσυχο επί τέλους! Τι με μέλλει εμένα για χωράφια και γεννήματα! Εγώ δε θέλω να ξέρω άλλο από τα βιβλία μου. Τ' ακούς; Τίποτ' άλλο από τα βιβλία μου!.. Η κυρά Πανώρια εκούνησε το κεφάλι απελπισμένα. Χωρίς να το θέλη, άρχιζε κ' εκείνη ν' ανησυχή για το δρόμο που ακολουθούσε ο πρωτότοκός της.

Δεν είπε όμως από τι υπέφερε, έτσι κι αλλιώς δεν θα τον καταλάβαιναν. «Σου τις έβρεξε η θεία σου Νοέμι;» «Δε σε φίλησε αρκετά η Γκριζέντα; Ξύλο που της χρειάζεται!», είπε ο Μιλέζος, επαναλαμβάνοντας την κακογλωσσιά της λαίμαργης υπηρέτριας. «Ουφξεφύσησε ο Τζατσίντο ακουμπώντας τους αγκώνες στο τραπέζι για να κρατήσει το κεφάλι με τα δυο του χέρια και καθώς ο ώμος του έτρεμε ο ντον Πρέντου το πρόσεξε και χλόμιασε ελαφρά.

Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ουφ! Έξοδα πάλι. Δεν μου χρειάζονται νταντέλες. Ο λ γ ί ν α. Μαμά μου, για το καινούργιο σου το φόρεμα. Ξέρεις, την αφίνει μια λίρα. Γ ι ω ρ γ ά κ η ς. Και τα παιδιά λένε πώς αξίζει πέντε Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Έτσι δα να φαίνεσαι ωραίος! Να σε θαυμάση και σήμερα η κ. Βιλή! Γ ι ω ρ γ ά κ η ς. Μήπως την έχει κλεμμένη; Κα Μ ε μ ι δ ώ φ.

ΑΝΑΤ. Εφοβούτανε ντεό άνταμ, τι λες; ούλη μέρα κι' ούλη νύκτα εκκλησία του πήγαινασαρακοστή λάδι μπιλέμ ντεν έτρωγειξένο ντίκιο ντεν ήτελεμερμίγκι απάνω ντεν επατούσεέι, λέγε μπακαλούμ. ΛΟΓ. « Αυτός ο Θεός δύναται σε κολάσαι. ΑΝΑΤ. Όχι, όχι, όχι! τεός καλάσειβάι! τεός χωρέσει πες, άνταμτι έκαμες; ουφ. = ουφ. ΛΟΓ. Ναι δη σοι αναγνωστέον ολοσχερές, ίνα γνως την έννοιαν αυτού.

Ο ντον Πρέντου ήταν πιο συγκρατημένος, αλλά το χαμόγελό του, αν το πρόσεχε κανείς, έκοβε σαν το μαχαίρι. «Γύρνα τότε εκεί! Και να κουβαλήσεις μαζί σου και την Γκριζέντα σαν να ήταν σκυλάκι.» «Ουφ! Τι ανόητοι που είστε σ’ αυτό το χωριό.» «Όχι όμως τόσο, όσο στο δικό σου

Λοιπόν μπορείς να διαλύσης τους αρραβώνας της κόρης σου, από τώρα, γιατί εγώ δεν θα γείνω σύζυγος της πριγκηπέσσας σας· ποτέ, μα ποτέ, εκατάλαβες; Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα όλοι μας θ' ανακουφισθούμεν, Κώστα, παιδί μου, με τον γάμον αυτόν. Θα ξεχρεώσωμεν το σπίτι μας της Χάλκης, θα μπορέσης να βάλης κεφάλαια εις την δουλειά των νερών του πατέρα σου. Ξέρεις δα, δουλειά χρυσή! Ουφ! ζέστη, κουφόβρασι!

Από τώρα λοιπόν, είπεν ο Γκενεβέζος, μπορούμε να ειπούμε πως η γενιά του Ευμορφόπουλου αναστήθηκε. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε βιαστικό ανέβασμα στη σκάλα. Η πόρτα άνοιξε με πάταγο και φάνηκε στο κατώφλι αχνός ο Δημητράκης. — Ουφ! είπε με δυσάρεστο μορφασμό· μωρέ τι μούχλα!

ΑΜΛΕΤΟΣ Εδώ έχομε ένα άλλο· διατί αυτό να μην είναι το καύ- καλο ενός δικηγόρου; Πού είναι τώρα η ακριβολογίαις του, η λεπτολογίαις του, τα προηγούμενά του, τα κατοχικά του ζητήματα και τα σοφίσματά του; Πώς υποφέρει τώρα να του κοπανίζη το κεφάλι τούτος ο κακούργος μ' ένα βρώ- μιο φτυάρι, και δεν του κάμνει μήνυσιν διά σωματικά τραύματα; Ουφ!