United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη χωρατεύης με τη δυστυχία. Πείνα θα πη δυο μούχλα ψωμιά από το μπαγιατοπάζαρο για εννέα ανθρώπους. Το μισό του μισού απ' άσο χρειάζεται για να χορτάσουν, όταν μαζί με το ψωμι δεν τρώνε άλλο τίποτες παρά αγριόρροκες και φασκόμηλα που εμάζευαν τα παιδιά εις το βουνό. Όποιος δεν χορταίνει αργεί να κοιμηθή και δεν έχει ήσυχο ύπνο.

Οι σοφοί ανταπόδωκαν το φιλοφρόνημα μ' ένα τους χαμόγελο και προσηλώθηκαν πάλε στη μελέτη τους. — Κι αν ο τάφος ήταν των προγόνων μας; ερώτησε ο Αριστόδημος τον αδερφό του κάπως θυμωμένα. — Και των προγόνων μας να ήταν πάλε μούχλα θα μύριζε· απάντησε εκείνος αμέσως. Τι τα θες, ο τάφοςτάφος είνε κι ας έκλεισε μέσα του τον Μέγαν Αλέξαντρο. Είνε καλός για τούτους τους σοφούς.

Ορίστε, ένεκα των πολλών μας ασχολιών αφήκαμεν εκκρεμείς τόσας παλαιάς υποθέσεις, τας οποίας καλύπτουν η μούχλα και αι αράχναι, και μάλιστα αγωγάς τας οποίας έχουν κινήσει επιστήμαι και τέχναι εναντίον μερικών ανθρώπων και εκ των οποίων τινές είνε πολύ παλαιαί.

Δίπλα η θάλασσα λίμνη ακύμαντη απλώνεται ως τα ουρανοθέμελα· εμπρός η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Και όμως η ακρογιαλιά του δείχνεται πλατύ νεκροταφείο από άκρη σε άκρη. Κάθε της βράχος κ' ένα νεκροκρέββατο. Τριγύρω φθορά και μούχλα. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα.

Κι' όλες οι ράχες σάλεβαν της πηγοδότρας Ίδας, σαλέβανε όλοι οι πόδες της, το κάστρο, τα καράβια. 60 Τρόμαξε κάτου ο Πλούτονας, ο νεκραφέντης τ' Άδη, κι' εφτύς πηδάει απ' το θρονί και σκούζει, φοβισμένος τη γη μη σπάσει ο Ποσειδός, της γης απάνου ο σείστης, και σε θνητούς κι' αθάνατους φανεί η φριχτή φωλιά του, μούχλα και πίσσα, που οι θεοί μ' ανατριχιά τη βλέπουν. 65

Πώς όμως μπορούσα να έχω υπομονή, ενώ είχα επτά παιδιά να ταγίσω; Εις το βρωμόχανο όπου εκονεύαμεν μούχλα, στενοχώρια, κορέοι, φαγί με ξύγκι και έξοδα δέκα δραχμάς την ημέρα. Η αλήθεια είνε ότι ήμαστε και εννέα ανομάτοι, όλοι με γερά δόντια. Επέρασαν άλλες δέκα πέντε μέρες χωρίς τίποτις να γίνη. Τα λίγα μου χρήματα ετελείωσαν καί είχα και χρέος εις το ξενοδοχείον.

Από τώρα λοιπόν, είπεν ο Γκενεβέζος, μπορούμε να ειπούμε πως η γενιά του Ευμορφόπουλου αναστήθηκε. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε βιαστικό ανέβασμα στη σκάλα. Η πόρτα άνοιξε με πάταγο και φάνηκε στο κατώφλι αχνός ο Δημητράκης. — Ουφ! είπε με δυσάρεστο μορφασμό· μωρέ τι μούχλα!

Άπειρο είνε το θανατικό που τοιμάζει, κι άπειρη αγάπη χρειάζεται. Σήκω και πάρε της αληθινής της αγάπης το μαύρο το δρόμο. Στεφ. Αλήθεια είταν ή όνειρο; Πρόσωπο της Αρετούλας, μα στάση, φορέματα, στεφάνι, σαν της Αγιά Μαρίνας την εικόνα, εκεί στο ξωκκλήσι. Φωνή γυναικήσια με λόγια Θεού. Λόγια που τονέ σκορπίσανε σαν ανάλαφρη μούχλα τον πόνο μου.

Η μούχλα δεν το πείραξε το πλέξιμο καθόλου, μόλο που χρόνια πέρασαν απάνω απ' όλα τούτα. Ποιό όνειρο ανέλπιστο μπροστά μου εφανερώθη; ΙΩΝ Σώπα εσύ! που ήξευρες κι' ως τώρα να σωπαίνης. ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν είνε τώρα να σιωπώ και μη με συμβουλεύης. Το λίκνο βλέπω εμπρός μου αυτό που σ' είχα ρίξη τότε, παιδί μου, νεογέννητο σαν ήσουνα και βρέφος, στο άντρο εκεί του Κέκροπος και στης Μακρές της πέτρες.

Και η Αρετή μέσα στον φοβερόν εκείνον ξεκλήρισμα της γενεάς της, απελπισμένη από τη μούχλα και τη σαπίλα που εβασίλευεν ολόγυρα, ρίχνεται στον Θεό, παρακαλεί και λέγει του: Θε μου και κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι, να περπατώ στις ερημιές να κλαίω τους αδερφούς μου! Έτσι έγινε κουκουβάγια η πεντάμορφη. Άλλαξε το είδος δεν άλλαξεν όμως και την ψυχή.