United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αγαπητικός της Καλάφ εις την θεωρίαν εκείνης της ηλιακής μορφής της βασιλοπούλας, αντίς να αποκριθή εις το αίνιγμα, έμεινε βουβός και ακίνητος. Όλον το Ντιβάνι ευθύς εμβήκεν εις ένα μεγάλον φόβον, επειδή και όλοι επιθυμούσαν την νίκην του Καλάφ. Ο ίδιος ο Βασιλεύς έγινεν αχνός ωσάν το κερί, και επίστευεν ότι ο Καλάφ θα ήτο εις κακήν στάσιν και έμελλε να χαθή.

Και παρέκει στο δρόμο συναγμένος σ' ένα βήμα ολοτρόγυρα ο λαός, αχνός ακούει, βουβός και τρομαγμένος πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός. «Αυτή είναι η μοίρα καθενός προδότηπαράδειγμα λαέ, να σου γενήπου τον στέλνουν της κόλασης τα σκότη νάρθη να σου μολύνη την ψυχή,

Από τώρα λοιπόν, είπεν ο Γκενεβέζος, μπορούμε να ειπούμε πως η γενιά του Ευμορφόπουλου αναστήθηκε. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε βιαστικό ανέβασμα στη σκάλα. Η πόρτα άνοιξε με πάταγο και φάνηκε στο κατώφλι αχνός ο Δημητράκης. — Ουφ! είπε με δυσάρεστο μορφασμό· μωρέ τι μούχλα!

ΑΜΛΕΤΟΣ Αχ! να ημπορούσε τούτη τόσο στέρεη σάρκα να ξεπαγώση και ως αχνός δροσιά να γίνη! ή τον νόμον του ο Πλάστης να μην είχε στήση να τιμωρή τον αυτοφόνον! Θε μου, ω Θε μου, πόσο άνοστα, κοινά και ανώφελα και αχρεία φαίνοντ' όλαεμέ τα έργ' αυτού του κόσμου! Φάσκελα να 'χουν! Κήπος είναι χορτιασμένος μες το ξεσπόριασμά του, και όλον τον γεμίσαν χοντροειδή φυτά και ξεβλασταρωμένα.

ΜΑΚΒΕΘ Εις τον αέρα. 'Σκόρπισε το άυλο κορμί των καθώς αχνόςτον άνεμον. Ας έμεναν ακόμη! ΒΑΓΚΟΣ Τα όντ' αυτά τα είδαμεν αληθινά εμπρός μας, ή μη εφάγαμεν κ' οι δυο απ' το φυτόν της τρέλλας κ' έφυγε ο νους μας; ΜΑΚΒΕΘ Βασιλείς θα γείνουν τα παιδιά σου! ΒΑΓΚΟΣ Συ βασιλεύς! ΜΑΚΒΕΘ Και Καουδώρ προς τούτοις. Δεν το είπαν; ΒΑΓΚΟΣ Αυτά ήσαν τα λόγια των! — Αλλά ποιος πλησιάζει;

Για να γυρίσω 'θέλησα. Ήμουν προχωρημένος. Έκαμα τέλος 'πόφασι, Να καταβώ ακόμα. Κατέβηκα· και Δαίμονα Βλέπω, από το στόμα Να βγάζη φλόγαις. Έμεινα Αχνός, δειλός, σκιαγμένος. Τον σκιάζομαι! Τον σκιάζομαι! Σκιάζομαι μη με κάψη Μ' εκείν' τη φλόγα πώβγαζεν Απ' το βαθύ του στόμα. Τον σκιάζομαι! Το πρόσωπό Μου άλλαξε το χρώμα, Και την καρδιά μου άρχισεν Ο φόβος να την βάψη. Εκείνος φεύγει.

Και συ πώς είσαι, Μήτρε, αχνός;...Από την τραχηλιά σου Ρένε τα αίματα στη γη... Πού σ' έχουνε βαρέση; — Μάγλειψε, Διάκε, ξώδερμα το βόλι ένα παγίδι Κι' ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι... Θανάση, μας εχάλασαν...

Πολλοί συνωμίλουν όρθιοι εν μέσω της αιθούσης· ο αχνός των αναπνοών με τον καπνόν των πολυελαίων εσχημάτιζεν ομίχλην εις τον αέρα. Ο Φανουήλ διέβη από το έν εις το άλλο παράθυρον. Επήγαινε πάλιν να μελετήση τα άστρα, αλλά δεν επλησίαζε τον Τετράρχην φοβούμενος μήπως κηλιδωθεί δι' ελαίου, διότι τούτο διά τους Εσσηνίους εθεωρείτο ως μέγας μολυσμός. Κτύποι ηκούσθησαν εις την πύλην του φρουρίου.