United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ελπίδα μετακόμιζε τώρα οριστικά στο σπίτι του Ευμορφόπουλου. Από την ώρα που πέθανε η κυρά Πανώρια άλλαξαν πρόσωπα και πράματα. Μα πιο πολύ άλλαξε ο Αριστόδημος. Πρώτα ο θάνατος της μάννας του κ' η ερμιά του μέσα στο σπίτι· έπειτα η χρηματική στενοχώρια τον έφεραν κάπως σε θεογνωσία. Έβαλε μεσίτες στο Δημητράκη για να κατεβή στο χωριό, να κυττάξουν τις δουλειές τους.

Αν όχι, έπρεπε να περιμείνουν ως που να την τελειώσουν οι γιοι τους, τ' αγγόνια, τα διγγόνια τους. Και όταν τα διγγόνια έφταναν στο σκοπό τους, θα χαιρόταν κ' εκείνων η ψυχή από ψηλά όπως κ' η δική του. Όταν οι απόγονοι ευτυχούν, οι πρόγονοι δοξάζονται. Η γενιά του Ευμορφόπουλου ήταν μεγάλη και παμπάλαιη. Στα πλούτη και στη δόξα μοναδική στον καιρό της. Χίλιοι την τραγουδούσαν, μύριοι τη θαύμαζαν.

Τρεις σοφοί με ματογυάλια και μολυβοκόντυλα στο χέρι. Είναι ο Γρηγόρης Αλαμανός ένας, ο Ηρακλής Γκενεβέζος και ο Θουκυδίδης Περαχώρας. Και οι τρεις τους είνε ξενομερίτες. Μα οι δυο τελευταίοι, από το θαυμασμό που έχουν στους προγόνους του Ευμορφόπουλου, άλλαξαν τα ονόματά τους με χτυπητά ονόματα εκεινών. Είχαν δουλειά τους να μελετούν τα βιβλία και τα χερόγραφα κάθε καιρού και τόπου.

Πού παιδί! Έπρεπε να βγη έξω για να μάθη. Πλύθηκεντύθηκε γοργά. Δυο πόνοι του σφάζανε τώρα την καρδιά. Η λύπη που έχασε τη μάννα του κ' η ντροπή που πέθανε όξω απ' το σπίτι της. Ο άντρας της παιδεύτηκε να την σπιτώση κι ο γιος την ξεσπίτωσε! Τι καταφρόνια στη γυναίκα του Ευμορφόπουλου να πεθάνη σε ξένα χέρια!..

Και πήγε ίσα στον Αλαμάνο· τούσφιξε για δεύτερη φορά το χέρι, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του κ' ετοιμάστηκε να βγάλη λόγο. Ήθελε να συγχαρή το νέο σοφό που έλαβε την τιμή να βρεθή σ' ένα τέτοιο γάμογάμο του Ευμορφόπουλου! — και να κατηγορήση τους άλλους για την αχαριστία τους. Έννοια σου και θαν τους έλουζε για καλά. Μα εκείνη τη στιγμή μπήκε ο παππάς κι άρχισε το στεφάνωμα.

Από τώρα λοιπόν, είπεν ο Γκενεβέζος, μπορούμε να ειπούμε πως η γενιά του Ευμορφόπουλου αναστήθηκε. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε βιαστικό ανέβασμα στη σκάλα. Η πόρτα άνοιξε με πάταγο και φάνηκε στο κατώφλι αχνός ο Δημητράκης. — Ουφ! είπε με δυσάρεστο μορφασμό· μωρέ τι μούχλα!

Το στήθος του βαραίνει και του δυσκολεύει τον ανασασμό. Πλησίασε σ' ένα παράθυρο, τ' άνοιξε κ' έρριξε τις ματιές του έξω, στο δικό του και στα γειτονικά χτήματα. — Τι κάνει εκεί κάτω αυτός ο παλαβός! εμουρμούρισε άξαφνα. Χαμόγελο λυπητερό φάνηκε στα χείλη του, σα να ξέχασε τη στενοχώρια του. Ακκούμπησε στο παράθυρο και προσηλώθηκε όξω. Κύτταξε αντίκρυ του το μικρούτσικο μετόχι του Ευμορφόπουλου.

Κάθε γενεά του Ευμορφόπουλου έφερνε στη γενεά του Χαγάνου οξωμάχους για τη γη, δούλους για τα ζωντανά, κορίτσα και αγόρια για τις αισχρές επιθυμίες της. Λίγο λίγο έσβυσε και τ' όνομά τους ακόμα μέσα στο χωριό. Έλεγαν «στου Ευμορφόπουλου το πηγάδι»· «του Ευμορφόπουλου το πήδημα»· το «λιθάρι του Ευμορφόπουλου». Ονόμαζαν έτσι κατιτί σημαντικό των παλιών αφεντάδων.

Ωραίο σύμπλεγμα! είπε ο Γκενεβέζος, προβάλλοντας το κεφάλι του. — Νομίζω πως βλέπω εικόνα Μηκυναϊκού αγγείου· είπε κι ο Περαχώρας, παίζοντας τα πονεμένα μάτια του. Ο Αριστόδημος έμεινε πίσω κατάχλωμος. από θυμό. Το θέαμα του φαινόταν ανήθικο, και πρόστυχο μαζί. Ένας γιος του Ευμορφόπουλου, να στέκη τόσην ώρα φορτωμένος μια κόρη ταπεινή! Τόλεγε ατιμία που πασάλειφε όλη του τη γενιά.

Και τα παλάτια του Χαγάνου, που φωνάζει, ακόμη το αίμα των Ευμορφόπουλων, αυτός σώνει και καλά να τα ονοματίση δικά του. Φαντάσου λοιπόν αν τούδινε και τέτοιο πάτημα! Θα σήκωνε τον κόσμο στο ποδάρι με τις φωνές του; — Πού βρέθηκε απόγονος του Ευμορφόπουλου αυτός ο λωβιασμένος; Φυλαχτήτε λέω να μη σας πάρη με τα ψέμματα την ελεημοσύνη σαςΚαι τότε τι θα γινότανε ο Αριστόδημος;